Κυριακή 19 Ιουλίου 2020


ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΚΑΡΑΒΑΣΙΛΗ




Από το φωτογραφικό αρχείο της Κωνσταντίνας Αγγελοπούλου.
Φωτο :1959

Εκτός από τις κυρίες Καραβασίλη και τον σεβαστό Παπα- Θόδωρο μεταξύ άλλων από αριστερά διακρίνονται :
Τα τρία μικρά κορίτσια είναι η Νίτσα Παπαϊωάννου (του Καφασόγιαννη) με τις αδελφές της Δήμητρα και Μαρία. Η κοπέλα με το εμπριμέ φόρεμα είναι η Ρήνα, κόρη του Πέτρου του Πετρόπουλου, ο οποίος στέκεται πίσω της και αριστερά του η γυναίκα του, η Χρύσω. 
Στην πίσω σειρά δεύτερος από αριστερά είναι ο Χρίστος Γεωργακόπουλος και δεξιά του ο Θύμιος ο Πετρόπουλος. 
Τρίτος από δεξιά διακρίνεται ο μπάρμπα - Νιόνιος ο Κωστόπουλος.
Η κυρία με το μωρό στην αγκαλιά είναι η Θανάσω Σταυροπούλου - Κοκκίνη. 
Πίσω από την παχουλή κυρία στο κέντρο είναι η Παναγιώτα από την γειτονιά του παλιόπυργου και δεξιά της η Γιωργιά η Σταυροπούλου, γυναίκα του μπαρμπα-Θύμιου του Κουρμπέτη, που μόνο το καπέλο του διακρίνεται δεξιά της.
Μια  ολόκληρη εποχή οικονομικής ευμάρειας και αίγλης του Πύργου και της ευρύτερης περιοχής, κρύβει μέσα  της η καπνοβιομηχανία και τράπεζα του Β. Καραβασίλη που λειτούργησαν στην πόλη στα τέλη του 19ου με αρχές του 20ου αιώνα.
Κυρίαρχη θέση στην τότε οικονομική ζωή του Πύργου έπαιξε η δραστηριότητα της μεγάλης καπνοβιομηχανίας, της πρώτης σε μέγεθος της εποχής εκείνης, που ήταν δημιούργημα μιας φωτεινής επιχειρηματικής μορφής του Βασ. Καραβασίλη.

Η ιστορία του Βασίλη Καραβασίλη  είναι  περισσότερο βγαλμένη από κινηματογραφική ταινία, αφού   ο επιχειρηματίας γεννήθηκε το 1854 στο Μοναστηράκι Γορτυνίας και ήλθε σε νεαρή ηλικία στον Πύργο για να δουλέψει, με την πρώτη του εργασία να είναι υπάλληλος κηροπλαστείου στον οδό Ερμού.
Σύντομα ωστόσο και  βλέποντας ότι υπήρχε εμπορικό ενδιαφέρον στην πώληση καπνού στους καπνιστές άνοιξε ένα μικρό καπνοπωλείο όπου κόβοντας μόνος του με το μαχαίρι τον καπνό,  τον πωλούσε μαζί με τσιγαρόχαρτα  σε πρώτη υποτυπώδη τυποποίηση του τσιγάρου.
Τα χρόνια πέρασαν και δέκα χρόνια αργότερα προσλαμβάνει συνέταιρο τον μικρό τον αδελφό Κωνσταντίνο και δουλεύουν μαζί 15 χρόνια ακόμα σαν Αδελφοί Καραβασίλη.
Στο διάστημα αυτό την επεξεργασία του καπνού με τα χέρια και την χρησιμοποίηση χαβανιών και κουπιών για σιγαροποίηση αντικαθιστά μια μικρή χειροκίνητη κοπτική μηχανή και μερικά χρόνια αργότερα στα 1912 αγοράζεται μια από τις πρώτες που χρησιμοποιήθηκαν στην Ελλάδα αυτόματη κοπτική και κολλητική σιγαρετοποιητική μηχανή.
Η δραστηριότητα αυτή αναπτύσσεται σε βιομηχανία και μεταφέρεται από την αρχική της εγκατάσταση, που ήταν το κτίριο ιδιοκτησίας Καγιάφα στην οδό Ερμού, δίπλα στο πρώην ξενοδοχείο «ΑΚΡΟΠΟΛ», στο νέο χώρο που είναι το οικοδομικό τετράγωνο που περικλείεται από τις οδούς Συλλαϊδοπούλου-Ξάνθου-Αχιλλέως και Ομήρου απέναντι από το Θέατρο «ΑΠΟΛΛΩΝ».

ΟΙ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ 

ΣΤΟΝ ΠΥΡΓΟ

Στο νέο χώρο δημιουργούνται μηχανολογικές και κτηριακές εγκαταστάσεις.
Το νέο εργοστάσιο περιλαμβάνει μεγάλες αποθήκες καπνού όπου αρχίζει η επεξεργασία και γίνεται το χαρμάνιασμα και αίθουσες όπου είναι εγκατεστημένες διάφορες κατηγορίες μηχανημάτων κοπτικές, τριπτικές, μηχανές αποξήρανσης και σιγαροποιητικές μηχανές.
Υπάρχει επίσης τμήμα κατασκευής κουτιών (κυτοποιία), αποθήκες έτοιμου προϊόντος και ένα σύγχρονο μηχανοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος από σειρά πετρελαιομηχανών ντήζελ. 
ΤΑ ΣΤΑΔΙΑ ΤΗΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ
Τα κάπνα φθάναν αρχικά στον Πύργο σιδηροδρομικώς και με κάρα. Ήσαν συσκευασμένα σε δέματα τυλιγμένα σε λινάτσες βάρους 50-60 Kgr. Τα δέματα ανοίγονταν στις αποθήκες του εργοστασίου και τα φύλλα ξεχωρίζονταν. Στη συνέχεια έφτιαχναν τα ονομαζόμενα μασκιά (ένα είδος γιούκου) αφού ράντιζαν α φύλλα με νερό και τα άφηναν έτσι μέχρι ότου προωθηθούν για τις κοπτικές μηχανές.
Μετά το χαρμάνιασμα ο καπνός προχωρεί στο διαμέρισμα ελέγχου και καπνοκοπτικών μηχανών μπαίνει στα τριπτικά μηχανήματα στη συνέχεια αποξηραινόταν και προωθείτο στις σιγαροποιητικές μηχανές μέσα σε ειδικά κιβώτια.
Το τελευταίο στάδιο ήταν το πακετάρισμα και η συσκευασία που γινόταν χειρονακτικά από γυναίκες και στη συνέχεια τοποθετούντο οι ταινίες φορολογίας, γινόταν η σφράγισις και προωθείτο στις αποθήκες του έτοιμου προϊόντος. 
ΟΙ ΜΑΡΚΕΣ ΤΩΝ ΣΙΓΑΡΕΤΩΝ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ
Τα πρώτα κουτιά της βιομηχανίας Καραβασίλη ήσαν συρταρωτά κουτιά, ονομάζονταν «Σιγαρέτα Β. Καραβασίλη» και στο πλαϊνό μέρος απ? όπου άνοιγαν έγραφαν τη λέξη «ώθησον».










Έτσι έγιναν για πολλούς γνωστά σαν τα σιγαρέτα «ΩΘΗΣΟΝ». Τα πρώτα σιγαρέτα είχαν σαν σχήμα τους την προσωπογραφία του Θ. Κολοκοτρώνη.
Στην πορεία της λειτουργίας της έβγαλε ένα μεγάλο αριθμό από μάρκες σιγαρέτων πολυτελείας όπως τη μάρκα «ΩΜΕΓΑ», το «Ζ», το «Ε», το «Α» κτλ., χρησιμοποιώντας κυρίως γράμματα του Αλφαβήτου.
Μια από τις πιο εμπορικές ήταν η μάρκα «EGO»και η μάρκα «Ζ» που απέκτησε μια πολύ μεγάλη κατανάλωση.
Τη μάρκα αυτή βλέπουμε να τη διαφημίζουν σε διαφημίσεις της εποχής εκείνης η μεγάλη ηθοποιός Κατερίνα Ανδρεάδη με τα λόγια «Μα κύριε Καραβασίλη ήταν ανάγκη να κυκλοφορήσετε ένα τόσο καλό σιγαρέτο, ώστε να με κάνετε να γίνω και εγώ καπνίστρια;»,
ο Γρ. Ξενόπουλος με τα λόγια «κάποτε για ένα φίλο μας που έκανε κατάχρηση στο κάπνισμα ο Δαμβέργης είπε: ο καημένος έχει φαρυγγίτιδα και προσπαθεί να την γιατρέψει. Ξαναθυμήθηκα το αστείο του Δαμβέργη τώρα που καπνίζω τα νέα σιγαρέτα Ζ- Καραβασίλη. Λοιπόν δεν είναι αστείο. Μπορεί και να γιατρευθεί η φαρυγγίτις με ένα σιγαρέτο που δεν την επηρεάζει καθόλου.»
και η Μαρίκα Κοτοπούλη με τα λόγια: «Για κάθε άνθρωπο και ιδίως για τον ηθοποιό η ποιότης του καπνού παίζει μεγάλο ρόλο στη φωνή. Ομολογώ ότι με τα τσιγάρα Ζ-Καραβασίλη η φωνή μου δεν επηρεάσθη καθόλου και ο λαιμός μου βρήκε την ανάπαυσή του.


«Ο αείμνηστος Βασίλειος Καραβασίλης, σύμφωνα με τα πενιχρά μέσα της εποχής εκείνης, αναστήλωνε μίαν καπνοβιομηχανίαν και την απέδιδεν   εις την κοινωνία του Πύργου, για να  εκτιμήσει τα καπνοβιομηχανικά της προϊόντα, τα οποία τότε  ήταν τα καλύτερα και προτιμώμενα.  Ο πατήρ της καπνοβιομηχανίας αυτής Β. Καραβασίλης, ο κάτοχος της αγάπης και προτιμήσεως του καταναλωτικού κοινού του Πύργου και μεγάλης ακτίνος της Πελοποννήσου, ένιωσε ότι είχε όλα τα προσόντα να διαγωνισθή με τη λοιπήν καπνοβιομηχανία και μίαν των ημερών, μεταφέρει την κίνησίν της στην Αθήνα και  από εκεί στα σπουδαιότερα καταναλωτικά κέντρα» σύμφωνα  με όσα αναφέρονται στο τύπο  κατά την περίοδο του 1940.
Στην Αθήνα
Το καπνεργοστάσιο της οδού Φιλαδελφείας, που αρχικά συστήθηκε από την «Ανώνυμη Ελληνική Εταιρεία Βιομηχανίας Καπνού» το 1918, περιήλθε  το 1924 στην ιδιοκτησία της καπνοβιομηχανίας «Β. Καραβασίλης Α.Ε.», που διατηρούσε και ομώνυμη τράπεζα μέχρι τότε, στον Πύργο Ηλείας.


Κατασκευάστηκε στην οδό Φιλαδελφείας 6-8, λίγο μακρύτερα από το σιδηροδρομικό σταθμό Λαρίσης, τοποθεσία που διευκόλυνε τις εισαγωγές-εξαγωγές και τις φορτοεκφορτώσεις των προϊόντων. Το αρχικό κτήριο, στη συμβολή των οδών Φιλαδελφείας και Σάμου, οικοδομήθηκε λιθόκτιστο και κεραμοσκεπές στις αρχές της δεκαετίας του 1920, ενώ σταδιακά προστέθηκαν και επιπλέον κτίσματα. Το 1923 επεκτάθηκε σε σχέδια των αρχιτεκτόνων Ιωάννη κ Μιλτιάδη Αξελού, με επίβλεψη του πολιτικού μηχ/κου Ανδρέα Δρακόπουλου της εταιρείας « Μπετον Αρμε». Το συγκρότημα αποτελείτο τελικά από 3 συνεχόμενα κτήρια, με είσοδο από την οδό Φιλαδελφείας 8.


Ήταν εξοπλισμένο με 22 σιγαροποιητικά μηχανήματα, από τα πρώτα που λειτούργησαν στην Ελλάδα. Διέθετε κεντρική θέρμανση και ανελκυστήρες. Η Εταιρεία διέθετε και αντίστοιχο εργοστάσιο στη Θεσσαλονίκη.
Λειτούργησε ως καπνοβιομηχανία μέχρι την πτώχευση της εταιρίας το 1959, όταν εκποιήθηκε σε δημόσιο πλειστηριασμό και περιήλθε στην κατοχή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος. Κατεδαφίστηκε το 2006 από την ΕΤΕ, και το οικόπεδο πωλήθηκε το 2007 σε ιδιωτική εταιρία, η οποία ανήγειρε στη θέση του, πολυώροφο κατάστημα…

Τράπεζα Αθηνών (1992-1999)


Η ιστορία της τράπεζας ξεκινά από το 1906 με την λειτουργία τραπεζικού γραφείου στον Πύργο Ηλείας το οποίο το 1924 ενσωματώνεται στην νεοσυσταθείσα εταιρεία «Καπνοβιομηχανία και Τράπεζα Β. Καραβασίλη» με έδρα την Αθήνα. Δύο χρόνια μετά στις 23/08/1926 εισάγεται στο Χρηματιστήριο. Από τότε η επωνυμία της τράπεζας αλλάζει το 1937 σε «Τράπεζα Β. Καραβασίλη» και το 1952 «Τράπεζα Επαγγελματικής Πίστεως». Το 1964 εξαγοράσθηκε από τη Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος η οποία το 1992 την μετονομάζει σε Τράπεζα Αθηνών και τελικά το 1999 συγχωνεύεται με την EFG Eurobank. Σήμερα η ιστορία του τραπεζικού αυτού οργανισμού συνεχίζεται υπό την επωνυμία EFG Eurobank Ergasias.


Η εταιρεία με την επωνυμία «Καπνοβιομηχανία και Τράπεζα Β. Καραβασίλη» ιδρύθηκε τον Μάρτιο του 1924. Κατά τη σύστασή της ο Β. Καραβασίλης εισέφερε στην εταιρεία την καπνοβιομηχανική και τραπεζική του επιχείρηση που διατηρούσε μέχρι τότε στον Πύργο. Η έδρα της εταιρείας ήταν στην Αθήνα, στην οδό Πανεπιστημίου 71, και είχε δύο εργοστάσια, ένα στον Πύργο και ένα στη Θεσσαλονίκη. Σκοπός της εταιρείας ήταν η βιομηχανική κατεργασία του καπνού και τραπεζικές εργασίες. Το μετοχικό κεφάλαιο ορίσθηκε αρχικά σε 6.000.000 δραχμές, διαιρούμενο σε 6.000 μετοχές των 1.000 δραχμών.

ΠηγΕΣ: 

ΠΡΩΤΗ NEWS Ημερήσια Καθημερινή Εφημερίδα της Ηλείας

iliaoikonomia.gr

(Φωτογραφικό υλικό και αποσπάσματα από τον τύπο της εποχής,  προέρχονται  από το προσωπικό αρχείο του συλλέκτη κ. Αλ. Καραμπέλη).

Σάββατο 18 Ιουλίου 2020


«Διαλέγει πριν από σας για σας»

Το άδοξο τέλος του πιο καινοτόμου 

πολυκαταστήματος στην Ελλάδα 



      Την εποχή που ο όρος «πολυκατάστημα» δεν είχε εισαχθεί στο λεξικό των Ελλήνων καταναλωτών, δύο επιχειρήσεις ήταν αυτές που αποτελούσαν συνώνυμά του και ουσιαστικά εγκαινίασαν αυτό το νέο είδος στο λιανεμπόριο της χώρας, χωρίς να απαιτούνται συνθετικές επεξηγήσεις.
     Οι περισσότεροι θυμούνται το Μινιόν, ωστόσο η επιχείρηση στην οποία πρέπει να πιστωθεί η εγκαθίδρυση της πρακτικής του πολυκαταστήματος στη σύγχρονη ελληνική καταναλωτική αγορά ήταν μία άλλη εταιρία – θρύλος, οι «Αφοί Λαμπρόπουλοι».
   Ο Λαμπρόπουλος και το σλόγκαν του «διαλέγει πριν από σας για σας» σφράγισε τη ζωή της εμπορικής Αθήνας επί 100 χρόνια, διαμορφώνοντας παράλληλα το εμπορικό κέντρο της Αθήνας. Η ιστορία του καταστήματος αντανακλά και την ιστορία της νεότερης Ελλάδας, τις πολιτικές, κοινωνικές και δημογραφικές αλλαγές, την οικονομική άνθιση, κρίση και τους πολέμους. Οι Αφοί Λαμπροπούλου καθρεφτίζουν τη ζωή και την κίνηση μιας πόλης που έχει δοκιμαστεί, αναπτυχθεί και αναζητήσει το νέο σε κάθε δεκαετία με άλλο τρόπο.
      Οι ρίζες του ιστορικού πολυκαταστήματος εντοπίζονται πολύ πριν από αυτές του Μινιόν, στη δύση του 19ου αιώνα. Συγκεκριμένα το 1898, όταν ο Ξενοφών Λαμπρόπουλος, από την Κοντοβάζαινα Αρκαδίας, εγκαταλείπει την δεκαμελή οικογένειά του και καταφθάνει στην Αθήνα προς αναζήτηση καλύτερης τύχης. 


Αρχικά εργάστηκε ως πλανόδιος πωλητής ανδρικών ειδών και ακολούθως, έχοντας συνοδοιπόρο τον αδελφό του Βασίλειο, ιδρύουν το 1906 την ομόρρυθμη εταιρεία Αδελφοί Π. Λαμπρόπουλοι, η οποία στεγάστηκε σε έναν υπόγειο χώρο, στη γωνία Αιόλου και Σοφοκλέους.



      Αρχικά το κατάστημα ήταν επικεντρωμένο στα ανδρικά είδη (πουκάμισα, εσώρουχα, γραβάτες, κάλτσες, μαντίλια και άλλα), σταδιακά όμως άρχισε να μεγαλώνει και να διευρύνει τις δραστηριότητές του. Έχοντας καταφέρει να πιάσει τον παλμό της αγοράς, εμπλουτίζει διαρκώς την πραμάτειά του, φτάνοντας να διαθέτει ακόμη και ξυλουργικό τμήμα, καθώς και τμήμα επίπλων ραδιοφώνων και γραμμοφώνων. Παρακολουθώντας τις διεθνείς εξελίξεις, τα οκτώ αδέρφια φέρνουν στο μαγαζί τους οτιδήποτε νέο και καινοτόμο κυκλοφορούσε στο εξωτερικό, με πιο εμβληματική την αποκλειστική εισαγωγή της οδοντόπαστας και κρέμας ξυρίσματος «ΚΟΛΥΝΟΣ». Μάλιστα από το 1927 έχουν μετατρέψει την εταιρεία τους σε ανώνυμη και έχουν αναλάβει βιομηχανική δραστηριότητα. Είναι ενδεικτικό ότι το 1932 ίδρυσαν, σε συνεργασία με την ΕΜΙ, την δισκογραφική εταιρεία «Columbia – Αφοί Λαμπρόπουλοι».

     Ως πρόεδρος της ανώνυμης εταιρείας, μέχρι τον θάνατό του το 1963, ο Ξενοφών Λαμπρόπουλος αποδεικνύεται ότι είναι πολύ μπροστά από την εποχή του. Έχοντας ως μότο το «Ο πελάτης έχει πάντα δίκιο, ακόμη και όταν έχει άδικο» και εγκαινιάζοντας πρωτοποριακές πρακτικές για τη σύσφιξη των σχέσεων με το προσωπικό, εξασφαλίζει την εύρυθμη λειτουργία του οικοδομήματός του.



          Η επιστροφή στην κανονικότητα μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο δεν ήταν βέβαια καθόλου απλή υπόθεση. Εμπόρευμα δεν υπήρχε, τα κεφάλαια για αγορά τέτοιου ήταν λιγοστά και οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν στο συνάλλαγμα σήμαιναν ότι η εταιρεία μπορούσε να συναλλάσσεται μόνο με Έλληνες προμηθευτές. Ωστόσο, σύμμαχο της εταιρίας αποτέλεσε η ραγδαία αστικοποίηση της μεταπολεμικής Ελλάδας και η ταχύτατη ανάπτυξη της Αθήνας, που μέσα σε λίγα χρόνια έφτασε σε πληθυσμό τα 2,5 εκατομμύρια κατοίκους. Η πελατεία αυξήθηκε κατακόρυφα και η ανάπτυξη της «Αφοί Λαμπρόπουλος» ήταν ομοίως ταχύτατη, με αποτέλεσμα το 1965 να εγκαινιαστεί το ανανεωμένο κατάστημα στη γωνία της Αιόλου με τη Σταδίου, που αυτή τη φορά έφτανε μέχρι τη Λυκούργου.
        Πλέον, στο επίκεντρο της διαφημιστικής καμπάνιας της εταιρείας βρίσκεται η γυναίκα, που ως νοικοκυρά έχει τη μεγαλύτερη καταναλωτική δύναμη. Το σλόγκαν «Αφοί Λαμπρόπουλοι – Διαλέγουν πριν από σας, για σας» γίνεται μία μόνιμη επωδός στις διαφημίσεις του και σημείο αναφοράς για τους καταναλωτές.
        Στου Λαμπρόπουλου ψώνιζαν οι Έλληνες της περιφέρειας όλων των ηλικιών, που κατέφθαναν στην Αθήνα από το 1960 μέχρι το 1980, για να αναζητήσουν προϊόντα που δεν υπήρχαν στην ελληνική επαρχία και σε καλή σχέση ποιότητας – τιμής. Στη δεκαετία του ’70 υπήρχαν πέντε μεγάλα καταστήματα Αδερφοί Λαμπρόπουλοι στην Ελλάδα και το κεντρικό, στην Αιόλου και Λυκούργου, αποτελούσε attraction ακόμα και για τους Αθηναίους, καθώς οι καταπληκτικές για την εποχή βιτρίνες με τις κινούμενες κούκλες ήταν κάτι πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα. Στον Λαμπρόπουλο έβρισκες τότε τα δυσεύρετα «εισαγόμενα είδη», αλλά και ό,τι μπορούσε κανείς να φανταστεί, από τα λεγόμενα τότε είδη προικός, μέχρι την περίφημη κολόνια 4711, που έκανε θραύση στα ραφάκια μπάνιου της εποχής.
        Η περίοδος ακμής διήρκεσε έως το 1980, μία χρονιά που σημάδεψε βαθιά τον κλάδο των πολυκαταστημάτων με τον πλέον αρνητικό τρόπο. Το μπαράζ εμπρησμών στο Μινιόν, τον Κλαουδάτο, τον Κατράντζο και τον Δραγώνα, αλλά και στο κατάστημα του Λαμπρόπουλου στον Πειραιά, που είχε ανοίξει το 1971, σόκαρε το καταναλωτικό κοινό και απομάκρυνε τους καταναλωτές από τα μεγάλα πολυκαταστήματα του κέντρου. Όλο και περισσότεροι Αθηναίοι επέλεγαν να μην κατεβαίνουν στο κέντρο για τα ψώνια τους – παρά μόνο κατά την εορταστική περίοδο των Χριστουγέννων και κάποια Σαββατοκύριακα – στρεφόμενοι στις εμπορικές επιχειρήσεις που άρχισαν να αναπτύσσονται στα προάστια της Αθήνας. Η αγοραστική κίνηση στο κέντρο έπεσε και τα πολυκαταστήματα βυθίστηκαν σταδιακά σε κρίση.

         Το 1991 η «Αφοί Λαμπρόπουλοι» καινοτόμησε, εισάγοντας στην Ελλάδα την πρακτική «shops in shop», με «περίπτερα» καταστημάτων στους ορόφους της, με την οποία προσέλκυσε μεγάλες μάρκες. Όμως η αντίστροφη μέτρηση είχε ήδη αρχίσει. Οι πωλήσεις έπεφταν και παρά την παράλληλη παρακμή του Μινιόν, που οδήγησε στο «λουκέτο» του 1999, ο ανταγωνισμός μεγάλωνε. Η εταιρία δυσκολευόταν να τα βγάλει πέρα και την ίδια χρονιά (’99) πωλήθηκε στον όμιλο ΠαπαέλληναΔύο χρόνια αργότερα δημιουργήθηκε ο όμιλος Notos Com, από τη συγχώνευση της «Αφοί Λαμπρόπουλοι» με εταιρείες συμφερόντων Παπαέλληνα και τα μέλη της οικογένειας Λαμπρόπουλου διέκοψαν τη μετοχική σχέση τους με την εταιρεία. Ύστερα από σχεδόν έναν αιώνα ζωής τo brand «Λαμπρόπουλος» έπαψε να υπάρχει.

       Ήταν μια μεγάλη απώλεια κυρίως στο εργασιακό γίγνεσθαι του τόπου, καθώς η συμπεριφορά της εταιρίας προς τους υπαλλήλους της είχε αταλάντευτα επί σειρά ετών βαθύ ανθρωπιστικό πρόσημο. Οι μισθοί του προσωπικού ήταν αρκετά υψηλότεροι από αυτούς που προβλέπονταν στην εκάστοτε συλλογική σύμβαση εργασίας, ενώ όσοι πήγαιναν φαντάροι συνέχιζαν να τον λαμβάνουν κανονικά! Η καθιέρωση της κυριακάτικης αργίας, η χορηγία ολόκληρου μισθού ως δώρου του Πάσχα, οι άδειες για σπουδές, η χορήγηση μεγαλύτερων σε διάρκεια αδειών μητρότητας, ακόμη και η λήψη αποζημίωσης όταν κάποιος αποφάσιζε να παραιτηθεί, συνέθεσαν το ιδεολογικό υπόβαθρο μιας επιχείρησης που στο τέλος της μέρας θα έπρεπε να μείνει στην ιστορία ως κάτι πολύ περισσότερο από μια τέτοια…


πηγή : https://menshouse.gr/

Τετάρτη 8 Ιουλίου 2020




Μοναστηράκι – Αμερική

Από το Αρχείο μας

(δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 2010)

κείμενο της αείμνηστης  Χαράς Σταθοπούλου


    Εκατομμύρια ελλήνων ζουν διασκορπισμένοι σε χώρες μακρινές ....  Η μετακίνηση κάποιες φορές επιλογή, κάποιες επιτακτική κυρίως οικονομική ανάγκη.  Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα πολλοί Μοναστηραίοι κυρίως λόγω της φτώχιας ύστερα από την ξηρασία που έπληξε την Πελοπόννησο το 1904—05....έφτασαν στις όχθες της Βορείου Αμερικής με στόχο την οικονομική τους βελτίωση και με το βλέμμα πάντα στραμμένο στους συγγενείς πίσω. 
   Πλέον που η επικοινωνία είναι πολλαπλός επιτυχημένη με όλες τις ευκολίες της τεχνολογίας και της εξέλιξης των μεταφορικών μέσων, φαντάζει αδιανόητο πως πατεράδες έκαναν να δουν 20 χρόνια τα παιδιά τους πίσω στο Μοναστηράκι, καμία φορά ποτέ, πως μια αλληλογραφική επαφή, μπορεί να έκανε 6 μήνες για να ολοκληρώσει τον κύκλο της, πως άγνωστοι μεταξύ αγνώστων επιβίωναν οι ορεσίβιοι πρόγονοι μας στην τόσο ξένη τότε Αμερική.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο μετανάστευσης άφησαν το χωριό μας ο παππούς μου, Κωνσταντίνος Σταθόπουλος (Καγιούλης) μαζί με όλους τους αδερφούς του.  Το μόνο παιδί που έμεινε πίσω ήταν η αδερφή Μαρία  Παπακωνσταντίνου (Γερούτσου).

      
      Έφτασαν στη Νέα Υόρκη και από εκεί σύντομα στο Μιλγουόκι του Γουισκόνσιν,  το οποίο μετέτρεψαν σύντομα λεκτικά σε «Μιλοβόκι» ...4 αγόρια που ζούσαν σε ένα μικρό σπίτι προσπαθώντας να οργανωθούν σε ένα μικρό χώρο.  Ο Κωνσταντίνος εργάστηκε σε εργοστάσιο κατασκευής υποδημάτων και δεν άντεχε την δυσοσμία των δερμάτων που φαινόταν δυσβάσταχτη σε σύγκριση με την άσπιλη φύση στο Μοναστηράκι.
      Ο νους του ήταν συνέχεια εκεί...έτσι κάποια στιγμή με τη μία ή άλλη δικαιολογία, πόλεμος στην Ελλάδα, συναισθήματα για την μετέπειτα σύζυγο του (είπε στα αδέρφια του πάω να πάω τη Χρύσω), επέστρεψε. Παράτολμο λίγο για την εποχή αν αναλογιστούμε ότι άφηνε πίσω ηλεκτρισμό, πρόσβαση σε μόρφωση για τα παιδιά του κτλ κτλ για να επιστρέψει σε ένα Μοναστηράκι που η ζωή θα ήταν σκληρή.
       Έτσι βρέθηκε πάλι στη γη του, παντρεμένος με τη Χρύσω  Φλέσσα.  Σκληρή η ζωή στο χωριό μα σκληρότερος ο θάνατος. Έχασε τη ζωή του από πνευμονία σε νεότατη ηλικία αφήνοντας πίσω 5 ορφανά το μικρότερο 3 χρονών. Τα αδέρφια του στην άλλη γωνιά του πλανήτη επισκέφτηκαν ελάχιστα την Ελλάδα, πολλές φορές όμως ανέβηκαν στον Καναδά να δουν τον ανιψιό τους Λάμπη όταν έφτασε αυτός εκεί. 
      Ο Λάμπης, που τυγχάνει να ήταν ο πατέρας μου, επισκέφτηκε με λαχτάρα τους θείους του και άκουγε ότι είχαν να του πουν για τον πρόωρα χαμένο πατέρα του. Μάζευε σα σφουγγάρι την παραμικρή λεπτομέρεια και έβγαζε μαζί τους φωτογραφίες για να στείλει πίσω στη μάνα του να χαρεί.  Διαπίστωσε πόσο διαφορετική θα μπορούσε να ήταν η εξέλιξη του σε άλλο περιβάλλον όταν τα πιο πολλά ξαδέρφια του είχαν γίνει γιατροί.  Κατά τη μαρτυρία του, εκεί μου είπε κατάλαβα το πόσο τυχαία συμβαίνουν όλα στη ζωή μας. Αν είχα μεγαλώσει και εγώ εκεί μάλλον θα είχα γίνει γιατρός, επειδή βρέθηκα στο Μοναστηράκι δεν μπόρεσα να πάω ούτε γυμνάσιο (παρεμπιπτόντως έχασε τον πατέρα του μόλις θα πήγαινε γυμνάσιο).
     Αυτά και άλλα. Δύσκολη η μετάβαση στην Ελλάδα. Σκληρότερη η ζωή χωρίς μία σύντροφο. Κάποια στιγμή ο μικρότερος αδερφός Κανέλλος, θέλησε να παντρευτεί αποζητώντας μια γυναίκα από το χωριό. Άλλη λύση δεν υπήρχε ο παππούς Κωνσταντίνος ντύθηκε με τα καλά του, πήρε την νύφη από το σόι Πανόπουλου (Βασιλική) και έφτασε στη Γένοβα της Ιταλίας όπου εκεί αποβίβαζε το καράβι από τις Η.Π.Α.   Φανταστείτε τι κόπος και κόστος γύρω στο 1920.     Έτσι ο μεγάλος αδερφός παρέδωσε τη συμπατριώτισσα νύφη στον μικρό αδερφό, οι οποίοι έζησαν αγαπημένοι για δεκαετίες, αποκτώντας μία κόρη.
    Η φωτογραφία που σας παραθέτω από το αρχείο μου,  μας λέει σίγουρα πάνω από χίλιες λέξεις, τραβήχτηκε στη Γένοβα λίγο πριν τον αποχαιρετισμό των δύο αδερφών, που περιττό να πούμε, δεν ξαναείδαν ο ένας τον άλλον ποτέ πια. Σκληρό μα τόσο πραγματικό εκείνη την εποχή! Ας αναλογιστούμε για λίγο τι συναισθήματα θα μπορούσε να έχει ο κάθε ένας τους εκείνη τη στιγμή της λάμψης του φωτογραφικού φακού...αντίο ... παρόλα αυτά αγέρωχα κοιτούν το φακό.