Αναστάσιος Ηλία Αρναούτης
Ήρθε από το χωριό του το Βούτσι στην Αθήνα το
1944 - 1945 και δούλεψε ως πλανόδιος πωλητής στο κέντρο της Αθήνας.
Την δεκαετία
του ’50 δούλεψε ως παπλωματάς σε εργαστήριο, αναθρέφοντας και 5μελή οικογένεια, όπου και γρήγορα έμαθε τη δουλειά. Έτσι το 1960 άνοιξε το δικό του
εργαστήριο, στην περιοχή του Αγ. Δημητρίου (Μπραχάμι).
Μια οικογενειακή επιχείρηση, στην οποία εκτός από τη γυναίκα του βοηθούσαν και οι τρείς λεβέντες του, παράλληλα με τις σπουδές τους. Ο Γιάννης ο μεγαλύτερος έγινε καταξιωμένος γιατρός. Οι δυο μικρότεροι ο Ηλίας και ο Χρήστος, παρόλο που σπούδασαν, έμειναν και συνέχισαν την επιχείρηση του πατέρα, η οποία εξελίχτηκε σε οικοβιοτεχνία, που σήμερα την διατηρεί ο μικρότερος γιός, ο Χρήστος, (με τη γυναίκα του και τα δυο παιδιά του), είχε την ατυχία βλέπετε να χάσει πρόωρα τον Ηλία (2003).
Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο Χρήστος εκτός από καλός και ευσυνείδητος επαγγελματίας, είναι κοντά στο Σύλλογο του χωριού του (Βούτσι) και έχει αναπτύξει δραστηριότητα ενασχολούμενος με τα κοινά, επί σειρά ετών, στην Πόλη του Αγ. Δημητρίου.
ΠΛΑΝΟΔΙΟΣ ΠΑΠΛΩΜΑΤΑΣ
Ένα παραδοσιακό
επάγγελμα που εξέλειψε.
Τα στρώματα και τα παπλώματα που χρησιμοποιούσε ο κόσμος ήταν παραγεμισμένα κυρίως με
βαμβάκι. Με την χρήση το στρώμα ή το πάπλωμα έχανε την αφρατοσύνη του και
"κάθονταν". Την επανόρθωση αναλάμβανε ο πλανόδιος παπλωματάς. Άνοιγε το πάπλωμα η το
στρώμα και έβγαζε το βαμβάκι.
Χτυπούσε με ένα ξύλινο κόπανο,
σαν γουδοχέρι, την χορδή ενός τόξου μήκους 2 μέτρα περίπου πάνω στο βαμβάκι. Το
τίναγμα της χορδής έκανε πιο αφράτο το βαμβάκι. Μετά από αυτή την ανακατεργασία,
το βαμβάκι έμπαινε ξανά στην θέση του και το στρώμα ή σκέπασμα ράβονταν με μια
μεγάλη σακοράφα.Στο
σπίτι έφτιαχνε στρώματα, παπλώματα και μαξιλάρια. Στα χωριά που γυρνούσε έξαινε
τα βαμβάκια κυρίως των στρωμάτων και
μαξιλαριών, για να γίνονται πιο αφράτα.
Tα σύνεργα της δουλειάς του
ήταν: το τοξάρι με την κόρδα(χορδή) που ήταν φτιαγμένη από στριμμένο έντερο
βοδιού, το κοπάλι μια
μαύρη ψαλίδα, βελόνα, κλωστές, δακτυλήθρα και το τσιπούκι (βέργα) λεπτό,
πελεκημένο και λείο, από ξύλο κρανιάς, που ξεπερνούσε το ένα μέτρο. Η χορδή έπρεπε να είναι
τόσο τεντωμένη ώστε να έχει «ντουζένι». Να τινάζει δηλ. το βαμβάκι με το «λαγούδι» (ξύλινο σε σχήμα μπουκαλιού), κι
αυτό ξαινόταν. Στο μαγαζί είχε ένα βαρύ χειροκίνητο μηχάνημα, τη λανάρα, στο
οποίο γύριζαν ειδικές βούρτσες με καρφιά, που έξαιναν ευκολότερα τα πατημένα βαμβάκια.
Οι καλοί τεχνίτες ήταν
Ανατολίτες και περιζήτητοι. Για να γίνει κάποιος τεχνίτης καλός έπρεπε να
μαθητεύσει τουλάχιστον δύο χρόνια στο αφεντικό του.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου