Τετάρτη 20 Μαΐου 2020

Kεραμιδοκάμινα


Η λειτουργία τους ήταν απλή, αλλά πάντως είχε μια σειρά αλυσιδωτών ενεργειών: Στην αρχή έβγαινε από το χωράφι η άργιλος. Έσκαβαν δηλαδή μεγάλες γούβες και έβγαζαν το αργιλώδες χώμα που αποτελούσε την πρώτη ύλη για τα κεραμίδια. Καθαριζόταν, κοσκινιζόταν ώστε να μη μείνει ούτε ένα χαλικάκι μέσα σ’ αυτήν. Η ξερή κοπριά γαϊδάρων και αλόγων, που είχε μαζευτεί από τα χωράφια, ανακατεύονταν με την καθαρή άργιλο για να «δέσει»..
Εν τω μεταξύ η άργιλος, αφού πρώτα κοβόταν και είχε ξεραθεί κάπως από τον αέρα, έμπαινε σε ειδικά καλούπια. Μετά τοποθετούνταν όρθια τα καλούπια μέχρι να φορτωθεί πλήρως το καμίνι (περίπου έφταναν τα 5000 κομάτια, στα μεγάλα καμίνια).
Κατόπιν το κυρίως καμίνι, δηλαδή ο φούρνος, θερμαινόταν σε πολύ μεγάλες θερμοκρασίες καίγοντας κλαδιά (πλατάνια, ιτιές, πουρνάρια, βελανιδιές,  κ.λ.π.) – εξού και «καμίνι»- για μία μέρα συνεχώς. Μετά την μία μέρα γέμιζε με χώμα το πάνω μέρος του καμινιού, ενώ στο κάτω έκλεινε η πόρτα. Η «καμινιά» αυτή των κομματιών έμενε στο καμίνι μία εβδομάδα, οπότε είχε γίνει πρώτα το ψήσιμο και μετά το πάγωμα. Έτσι κατασκευάζονταν τα παλαιού τύπου μοναύλακα κεραμίδια, τεράστιας αντοχής στις δύσκολες  καιρικές συνθήκες.
Τα κεραμίδια αυτά καταναλώνονταν είτε στους πολυπληθείς κατοίκους της περιοχής μας  για τα σπίτια, αποθήκες, σταύλους κλπ, είτε στα γύρω χωριά της Γορτυνίας. Τέτοια κεραμίδια υπάρχουν σε πολλές από τις εναπομείνασες αποθήκες και χαμοκέλες. Πρέπει η λειτουργία τους να σταμάτησε στις αρχές της δεκαετίας του 1960, όταν επεκράτησαν τα εργοστασιακά «ευρωπαϊκά» κεραμίδια.
παραθέτουμε 

Δύο κεραμικά λιβανιστήρια που παράγονταν στο 
κεραμιδοκάμινο



Το ξύλινο, από σκληρό δέντρο-βελανιδιά, καλούπι

μέσω του οποίου δημιουργούνταν τα ντόπια κεραμιδοκάμινα, που ήδη έχουμε δείξει:
 Αυτό είναι το εσωτερικό του μέρος. Διακρίνεται και το «χερούλι» από το οποίο το έπιαναν γερά, ώστε αφ’ ενός να το μεταφέρουν στον ήλιο πριν το ψήσιμονα και αφ’ ετέρου για να μη κινείται όταν τοποθετούσαν την λάσπη οι τεχνίτες.

Παρατηρούμε το καλούπι από την εξωτερική όψη.






http://www.tomtb.com/kermido-asvesto-kamin-ergkeram-xylof-kert-pam-7510/

του Παναγιώτη Α. Μπούρδαλα

Δευτέρα 4 Μαΐου 2020






Αναστάσιος Ηλία Αρναούτης


      Ήρθε από το χωριό του το Βούτσι στην Αθήνα το 1944 - 1945 και δούλεψε ως πλανόδιος πωλητής στο κέντρο της Αθήνας. 
     Την δεκαετία του ’50 δούλεψε ως παπλωματάς σε εργαστήριο, αναθρέφοντας και 5μελή οικογένεια, όπου και γρήγορα έμαθε τη δουλειά. Έτσι το 1960 άνοιξε το δικό του εργαστήριο, στην περιοχή του Αγ. Δημητρίου (Μπραχάμι). 



      Μια οικογενειακή επιχείρηση, στην οποία εκτός από τη γυναίκα του βοηθούσαν και οι τρείς λεβέντες του, παράλληλα με τις σπουδές τους. Ο Γιάννης   ο μεγαλύτερος έγινε καταξιωμένος γιατρός. Οι δυο μικρότεροι ο Ηλίας και ο Χρήστος, παρόλο που σπούδασαν, έμειναν και συνέχισαν την επιχείρηση του πατέρα, η οποία εξελίχτηκε σε οικοβιοτεχνία, που σήμερα την διατηρεί ο μικρότερος γιός, ο Χρήστος, (με τη γυναίκα του και τα δυο παιδιά του), είχε την ατυχία βλέπετε να χάσει πρόωρα τον Ηλία (2003).   
        Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο Χρήστος εκτός από καλός και ευσυνείδητος επαγγελματίας, είναι κοντά στο Σύλλογο του χωριού του (Βούτσι) και έχει αναπτύξει δραστηριότητα ενασχολούμενος με τα κοινά, επί σειρά ετών, στην Πόλη του Αγ. Δημητρίου.



ΠΛΑΝΟΔΙΟΣ ΠΑΠΛΩΜΑΤΑΣ
Ένα παραδοσιακό επάγγελμα που εξέλειψε.
 

       Τα στρώματα και τα παπλώματα που χρησιμοποιούσε ο κόσμος ήταν παραγεμισμένα κυρίως με βαμβάκι. Με την χρήση το στρώμα ή το πάπλωμα έχανε την αφρατοσύνη του και "κάθονταν". Την επανόρθωση αναλάμβανε ο πλανόδιος παπλωματάς.
Άνοιγε το πάπλωμα η το στρώμα και έβγαζε το βαμβάκι.
        Χτυπούσε με ένα ξύλινο κόπανο, σαν γουδοχέρι, την χορδή ενός τόξου μήκους 2 μέτρα περίπου πάνω στο βαμβάκι. Το τίναγμα της χορδής έκανε πιο αφράτο το βαμβάκι. Μετά από αυτή την ανακατεργασία, το βαμβάκι έμπαινε ξανά στην θέση του και το στρώμα ή σκέπασμα ράβονταν με μια μεγάλη σακοράφα.Στο σπίτι έφτιαχνε στρώματα, παπλώματα και μαξιλάρια. Στα χωριά που γυρνούσε έξαινε τα βαμβάκια κυρίως των στρωμάτων και μαξιλαριών, για να γίνονται πιο αφράτα.
         Tα σύνεργα της δουλειάς του ήταν: το τοξάρι με την κόρδα(χορδή) που ήταν φτιαγμένη από στριμμένο έντερο βοδιού, το κοπάλι  μια μαύρη ψαλίδα, βελόνα, κλωστές, δακτυλήθρα και το τσιπούκι (βέργα) λεπτό, πελεκημένο και λείο, από ξύλο κρανιάς, που ξεπερνούσε το ένα μέτρο. Η χορδή έπρεπε να είναι τόσο τεντωμένη ώστε να έχει «ντουζένι». Να τινάζει δηλ. το βαμβάκι με το «λαγούδι» (ξύλινο σε σχήμα μπουκαλιού), κι αυτό ξαινόταν. Στο μαγαζί είχε ένα βαρύ χειροκίνητο μηχάνημα, τη λανάρα, στο οποίο γύριζαν ειδικές βούρτσες με καρφιά, που έξαιναν ευκολότερα τα πατημένα βαμβάκια. 
        Οι καλοί τεχνίτες ήταν Ανατολίτες και περιζήτητοι. Για να γίνει κάποιος τεχνίτης καλός έπρεπε να μαθητεύσει τουλάχιστον δύο χρόνια στο αφεντικό του.