Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου 2017


ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ


Να τα πούμε;




Χριστουγεννιάτικα κάλαντα

Καλήν ημέραν άρχοντες,
αν είναι ορισμός σας,
Χριστού την θείαν Γέννησιν
να πω στ' αρχοντικό σας.
Χριστός γεννάται σήμερον
εν Βηθλεέμ τη πόλει.
Οι ουρανοί αγάλλονται
χαίρει η κτήσις όλη.
Εν τω σπηλαίω τίκτεται
εν φάτνη των αλόγων
ο Βασιλεύς των ουρανών
και Ποιητής των όλων.



Τα Κάλαντα στους Απανταχού Μοναστηρακιώτες Γορτυνίας

Aρχιμηνιά κι Aρχιχρονιά, του Μοναστηρακίου τα παιδιά
βγήκαν για να σας ευχηθούνε και τα κάλαντα να πούνε
Άγιος Bασίλης έρχεται στο σπίτι και μας εύχεται
Σ’ όλα, σ’ όλα μας τα μέλη, πάντα υγειά και απ’ το μόχθο μόνο οφέλη
Κι ο Άγιος Bασίλης ξεκινά στην Ψιλη - Ράχη μας ροβολά
και πάει στο Μοναστηράκι, φως να φέρει να διώξει το σκοτάδι.
Γράφει για το Μοναστηράκι μας, της Γορτυνίας το καμάρι μας
ότι για πάντα θε να ζήσει, και για πάντα να ευτυχήσει
και το Μοναστηράκι να ανθεί και πάντα να ευημερεί
να ζει, να ζει να βασιλεύει κι ο κόσμος όλος να το παινεύει
Και μέσα σ’ όλες τις ευχές, βάλτε άλλες χίλιες γκαρδιακές
από μένα, της αγάπης μου ένα δείγμα

                                                      " και του χρόνου "


Τα τελευταία χρόνια έκανα Χριστούγεννα στο χωριό. 
Εκεί είναι όλα πιο απλά. 
Δεν έχει λαμπερά μαγαζιά, φώτα, βιτρίνες και ρεκλάμες, βουητά και πολυκοσμία. 
Λείπουν όλα αυτά τα «καλά» των αστικών κέντρων, όλα αυτά που θέλουμε καμιά 100στί χιλιόμετρα να τα βρούμε, αλλά «ευτυχώς» δεν μας τα στερεί η πανταχού παρούσα Τ.V.. 
Ο κόσμος του χωριού είναι λιγοστός, άδειοι οι δρόμοι, η πλατεία, το σχολείο. 
Λίγα και τα παιδιά που λένε τα κάλαντα, τα αυτοκίνητα επίσης σπανίζουν, επισκέπτες μετρημένοι.

Γυρίζω αρκετά χρόνια πίσω και αναπολώ …. ….. ….
Εκείνη τη χρονιά ο ξάδερφός μου ο Αγγελής και εγώ είχαμε μεγάλα σχέδια για τα κάλαντα.
Είχαμε κάνει ήδη οκτώ και πλέον χρόνια καλαντοψαλσίματος ο καθένας μας, σ’ όλα τα είδη καλάντων, Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς, Φώτων, και θεωρούσαμε τους εαυτούς μας από τους πλέον πεπειραμένους του είδους. Ξέραμε τα στενοσόκακα του χωριού απέξω κι ανακατωτά, ξέραμε τα σκυλιά και τα κουτάβια που θα μας έπαιρναν παραμάζεμα έτσι και πλησιάζαμε στη γειτονιά τους, είχαμε προσδιορίσει πότε ξύπναγε η κάθε σπιτονοικοκυρά για να πάμε πρώτοι να της ζητήσουμε να της πούμε τα κάλαντα, ξέραμε τα σπίτια που θα μας ξαπόστελναν λέγοντας «τα είπανε, τα είπανε» έστω κι αν γνωρίζαμε πολύ καλά ότι δεν τα είχε πει κανένας και ότι εμείς ήμαστε οι πρώτοι που κτυπούσαμε την πόρτα και, τέλος, ξέραμε και το τι θα μας έδινε ο κάθε νοικοκύρης για τον κόπο μας.
- Ο τάδε θα μας δώσει ένα πενηνταράκι, η δείνα δυο δεκάρες και από έναν κουραμπιέ. 
Σύνολον δραχμαί εξήντα, τριάντα για τον καθένα μας, το οποίον, δηλαδή, μεταφράζεται σε καμιά εικοσαριά καραμέλες γάλακτος από τον μπάρμπα-Θανάση, πέντε-έξι κομμάτια μπακλαβά από τη θειά - Πόπη και τα υπόλοιπα στον κουμπαρά για καμιά ώρα ανάγκης. 
Ανάλυση πλήρης και εμπεριστατωμένη.
Να την βλέπουν οι σημερινοί οικονομολόγοι και να τους κόβεται ο βήχας.
Έχοντας όλα τα ανωτέρω υπόψη και βλέποντας τα πρώτα χρόνια της εφηβείας να πλησιάζουν αμείλικτα, υπενθυμίζοντάς μας ότι τα παιδιαρίσματα με τα κάλαντα και τα τέτοια θα έπρεπε να τελειώσουν σύντομα, θα έπρεπε, το λοιπόν, στη δύση της καλαντοψαλτικής
μας σταδιοδρομίας, να κάνουμε κάτι το πρωτότυπο! 
Κάτι το εντυπωσιακό! 
Κάτι που θα άφηνε ανεξίτηλο το πέρασμά μας από τα καλαντικά δρώμενα του Μοναστηρακίου και θα απόπνεε δέος και σεβασμό στις επόμενες γενιές των Μοναστηραίων.
- Ρε ξέρεις ποιοι ήτανε αυτοί; να λένε. 
Μεγάλοι και τρανοί! 
Τσίφτηδες και καραμπουζουκλήδες. Καλαντοψάλτες με τα όλα τους.
Εν πρώτοις σκεφτήκαμε ότι πρέπει να αλλάξουμε ρεπερτόριο. Δεν μπορεί, είπαμε, να λέμε κάθε χρονιά τα ίδια και τα ίδια. Μας έχει βαρεθεί ο κόσμος. Εδώ ένα κούρεμα κάνεις και αυτό θα πρέπει να το αλλάζεις χρονιά με τη χρονιά για να είσαι ωραίος και μοντέρνος.
Όχι τα κάλαντα. Χώρια που τα κάλαντα, έτσι όπως τα λέγαμε στο χωριό, ήτανε και ολίγον μονόχνοτα και σου ερχότανε να κοιμηθείς, ανεξάρτητα από το τι προσπάθεια κατέβαλαν οι καλαντοψάλτες. Δεν είχανε, ρε παιδί μου, έτσι κάτι το ωραίο, το τσαχπίνικο, για να συγκινούνται οι καρδιές και να πέφτουνε τα πενηνταράκια. 
Πώς να το κάνουμε. 
Αποφασίσαμε, το λοιπόν, να τα αλλάξουμε και αντί να πούμε τα δικά μας τα ντόπια, να πούμε τα «Αθηνιώτικα» που ήτανε και της μόδας εκείνη την εποχή. Μην κοιτάτε τώρα που αλλάξανε τα πράγματα και τα ντόπια κάλαντα προτιμούνται.
Μετά την ανωτέρω ριζοσπαστική απόφαση, σπάγαμε το κεφάλι μας τι άλλο θα μπορούσαμε να κάνουμε.
- Να πάρουμε μαζί μας και ένα καραβάκι, είπα εγώ. Είναι Ελληνικό σύμβολο και θα εντυπωσιάζουμε. Το λέει και η δασκάλα.
- Σώπα ρε, μου λέει ο Αγγελής, που θα κουβαλάμε τώρα καράβια. Θα μας πάρουν στο ψιλό τα παιδιά. Τρίγωνα θα έχουμε.
- Τρίγωνα;- Τι είναι τα τρίγωνα; του λέω εγώ
- Να είναι κάτι σιδεράκια, που ντάγκα-ντάγκα τα βαρούνε τα παιδιά και λένε τα κάλαντα. Έτσι το κάνουν στην Αθήνα.
- Ναι, αλλά εμείς δεν έχουμε τέτοια, ούτε που ξέρουμε πώς να τα βαράμε.
- Ρε ας τα φτιάξουμε, λέει ο Αγγελής, και θα δούμε πως θα τα βαράμε.
Με τα έτσι, με τα αλλιώς, με έπεισε ο ξάδερφός μου να υιοθετήσουμε την ιδέα των τριγώνων και να αφήσουμε τα καράβια και τα τέτοια στην πάντα. Πέσαμε, το λοιπόν, με τα μούτρα στη δουλειά. Βρήκαμε κάτι σκουριασμένες σιδερόβεργες πίσω από ένα φράκτη, τις λυγίσαμε σιδερόβεργες ώστε να πάρουν τριγωνικό σχήμα και να ‘μαστε έτοιμοι να τα δοκιμάσουμε.
Τάκα-τάκα-τοκ, τάκα-τάκα-τοκ, τζίφος η υπόθεση.Ο ήχος που έβγαινε ήταν ξερός και κούφιος. Καμία σχέση με τον μελωδικό ήχο των τριγώνων που ακούγαμε στο ραδιόφωνο.
- Να ρε, μου λέει ο Αγγελής , φταίει που τα βαστάμε με τα χέρια. Πρέπει να τα κρατάμε κρεμασμένα με σπάγκο ή με σύρμα. Βρίσκουμε κάμποση κοκκινο-κλωστή από ένα μασούρι που είχε για τον αργαλειό η μάννα, κόβουμε κάμποση από αυτήν, φτιάχνουμε θηλιές από τις οποίες θα κρατούσαμε κρεμασμένα τα τρίγωνα όταν θα τα κτυπούσαμε και να ‘μαστε έτοιμοι να ξαναδοκιμάσουμε τα έργα μας.
Ντάγκα-ντάγκα -νταγκ, ντάγκα-ντάγκα-νταγκ, καλύτερα μεν από πριν αλλά δεν μπορούσαμε να πούμε ότι ήμαστε ικανοποιημένοι. Τι να φταίει, τι να φταίει;
- Λες να φταίει το σίδερο; λέει ο Αγγελής, Έχει ένα κιλό σκουριά επάνω.
- Τι να σου πω, του λέω εγώ. Πού να ξέρω. Μπορεί…Ψάξε από δω, ψάξε από κει, δοκιμή στη δοκιμή, τελικά καταλήξαμε ότι θα έπρεπε να έφταιγε το ότι τα τρίγωνα δεν θα έπρεπε να είναι τελείως κλειστά, αλλά θα έπρεπε, το ένα άκρο τους να είναι ελεύθερο για να μπορεί να πάλλεται ανεμπόδιστα. Πιάσε το κοπίδι, φέρε το σφυρί, κόψε από δω, κοπάνα από κει, να σου το νέο μοντέλο έτοιμο.
Νταν-νταν-ντάν, νταν-νταν-ντάν, ντα-ντα-ντα-ντα-ντα-ντα-ντάννννν!
- Μεγάλε, αυτό ήτανε! Τα καταφέραμε! Μου λέει με ενθουσιασμό ο Αγγελής. Πράγματι, ο ήχος έβγαινε γλυκός, μελωδικός και κρυστάλλινος. Τώρα είμαστε έτοιμοι να βγούμε για τα κάλαντα.
Την παραμονή των Χριστουγέννων δεν με έπαιρνε ο ύπνος. Με αγωνία πεταγόμουνα κάθε τόσο από το κρεβάτι για να κοιτάξω τι ώρα ήτανε. Φοβόμουνα βλέπετε μήπως και δεν με ξυπνήσει η μάννα μου και με πάρει ο ύπνος. Τελικά, κατά τις πέντε η ώρα το πρωί πάνω που μ’ έπαιρνε ο ύπνος, με σκούντηξε η μάννα μου, ετοιμάστηκα στο άψε-σβήσε, πήρα το τρίγωνο και βγήκα στο δρόμο για να πάω στο σπίτι του Αγγελή απ’ όπου θα ξεκινούσαμε για τα κάλαντα. Θα έπρεπε, λέει, να περάσουμε πρώτα από τα σπίτια που οι τσοπάνηδες θα έφευγαν νωρίς για τα μαντριά, μετά στα υπόλοιπα.. Όταν έφθασα στο σπίτι του Αγγελή, είδα τα φώτα αναμμένα.
-  Έτοιμος; του λέω 
-  Έτοιμος, μου λέει. 
- Φύγαμε, του λέω, και ξεχυθήκαμε στους δρόμους.
Ο ουρανός ήταν κατά-ξάστερος. Τα αστέρια λαμπύριζαν και τρεμόσβηναν μαγευτικά. Το κρύο ήταν τσουχτερό. Αυτό όμως ήτανε το τελευταίο που μας ένοιαζε εκείνη τη στιγμή. Είχαμε φάει ξεροπαγωνιές και ξεπαγιάσματα για τα κάλαντα που να σου φεύγουν τα σαγόνια από το τουρτούρισμα.
Περπατούσαμε σαν τα αγρίμια στους σκοτεινούς δρόμους κοιτάζοντας με βουλιμία γύρω μπας και δούμε κανα σπίτι με φως. 
- Να η θεια-Σοφιά, έχει ξυπνήσει, λέει ο Αγγελής.
- Πάμε να της τα πούμε, λέω εγώ. Ταπα-ταπα-ταπα το ποδοβολητό στις σκάλες, τοκ-τοκ-τοκ-τοκ, το βρόντημα στην πόρτα.
- Να τα πούμε;, είπαμε με μια φωνή.
Η πόρτα άνοιξε νωχελικά και η επιβλητική φιγούρα της θειάς προέβαλε στην πόρτα.
- Να τα πείτε; Άντε να τα πείτε, μιας και που ήρθατε, είπε με ύφος αποσβολωτικό η θεια.
Ντιν-ντιν-ντιν-ντιν-καλήν-ημέρα-άρχοντες,-αν-εί-αν-είναι-ορισμο-ός σας…
Γέμισε η γειτονιά και ο νυκτερινός ουρανός από τις φωνές μας και τον ήχο των τριγώνων.
- Χρόνια πολλά και του χρόνου θεια, είπαμε τελειώνοντας.
- Και του χρόνου παιδάκια μου, είπε η θεια και μας φίλεψε. Φύγαμε περιχαρείς για το επόμενο σπίτι.
Εκείνο το πρωινό γυρίσαμε πολλά σπίτια. Σ' άλλα μας υποδεχόντουσαν χαρωπά και μας άφηναν να πούμε τα κάλαντα, σε άλλα μας απόδιωχναν. Τελειώσαμε τη γύρα γύρω στις εννέα (9) η ώρα το πρωί.
Τα φιλοδωρήματα και τα φιλέματα που μαζέψαμε ήταν υπερ-αρκετά. 
Αισθανόμαστε πολύ ευχαριστημένοι και ικανοποιημένοι.
Έτσι, με τρίγωνα και με χαρές αποχαιρετίσαμε την ενεργό συμμετοχή μας στα κάλαντα. Από τότε έχουν περάσει χρόνια πολλά.
Διάφορες μόδες και νεωτερισμοί έχουν δοκιμαστεί κατά καιρούς από μικρούς και μεγάλους. Τα τρίγωνα και τα «Αθηνιώτικα» κάλαντα έχουν γίνει πιο συχνά στη Μοναστηράκι. Τα λιγοστά παιδιά εξακολουθούν να περιδιαβαίνουν τις γειτονιές του χωριού τις παραμονές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.. Είναι μάλιστα τόσο λίγα που οι νοικοκυραίοι τα παρακαλούν να περάσουν από το σπίτι τους και να πουν τα κάλαντα. Και είναι τόσο κρίμα διότι η εμπειρία του «καλαντοψαλσίματος» είναι τόσο συναρπαστική και τόσο ενδιαφέρουσα, έτσι ώστε να αφήνει ανεξίτηλες μνήμες σε όσους τη βιώνουν. 
                                                                                                                Καλή μας χρονιά.


Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το Δεκέμβριο του 2008
στο Ενημερωτικό Δελτίο " νέα του Μοναστηρακίου"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου