Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2017



τα έθιμα του τόπου μας ...

Φωτογραφία του Georgios Alexopoulos.

Από το σπουδαίο Αρκάδα λαογράφο Κώστα Ρωμαίο που επισκέφτηκε τα χωριά Κοντοβάζαινα και Μοναστηράκι κατά το διάστημα 3-23 Σεπτεμβρίου 1962, προκειμένου να ερευνήσει-μελετήσει τα έθιμα των κατοίκων της περιοχής, συντάχτηκε η παρακάτω έκθεση.

( από το αρχείο της Ακαδημίας Αθηνών )






























Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου 2017


ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ


Να τα πούμε;




Χριστουγεννιάτικα κάλαντα

Καλήν ημέραν άρχοντες,
αν είναι ορισμός σας,
Χριστού την θείαν Γέννησιν
να πω στ' αρχοντικό σας.
Χριστός γεννάται σήμερον
εν Βηθλεέμ τη πόλει.
Οι ουρανοί αγάλλονται
χαίρει η κτήσις όλη.
Εν τω σπηλαίω τίκτεται
εν φάτνη των αλόγων
ο Βασιλεύς των ουρανών
και Ποιητής των όλων.



Τα Κάλαντα στους Απανταχού Μοναστηρακιώτες Γορτυνίας

Aρχιμηνιά κι Aρχιχρονιά, του Μοναστηρακίου τα παιδιά
βγήκαν για να σας ευχηθούνε και τα κάλαντα να πούνε
Άγιος Bασίλης έρχεται στο σπίτι και μας εύχεται
Σ’ όλα, σ’ όλα μας τα μέλη, πάντα υγειά και απ’ το μόχθο μόνο οφέλη
Κι ο Άγιος Bασίλης ξεκινά στην Ψιλη - Ράχη μας ροβολά
και πάει στο Μοναστηράκι, φως να φέρει να διώξει το σκοτάδι.
Γράφει για το Μοναστηράκι μας, της Γορτυνίας το καμάρι μας
ότι για πάντα θε να ζήσει, και για πάντα να ευτυχήσει
και το Μοναστηράκι να ανθεί και πάντα να ευημερεί
να ζει, να ζει να βασιλεύει κι ο κόσμος όλος να το παινεύει
Και μέσα σ’ όλες τις ευχές, βάλτε άλλες χίλιες γκαρδιακές
από μένα, της αγάπης μου ένα δείγμα

                                                      " και του χρόνου "


Τα τελευταία χρόνια έκανα Χριστούγεννα στο χωριό. 
Εκεί είναι όλα πιο απλά. 
Δεν έχει λαμπερά μαγαζιά, φώτα, βιτρίνες και ρεκλάμες, βουητά και πολυκοσμία. 
Λείπουν όλα αυτά τα «καλά» των αστικών κέντρων, όλα αυτά που θέλουμε καμιά 100στί χιλιόμετρα να τα βρούμε, αλλά «ευτυχώς» δεν μας τα στερεί η πανταχού παρούσα Τ.V.. 
Ο κόσμος του χωριού είναι λιγοστός, άδειοι οι δρόμοι, η πλατεία, το σχολείο. 
Λίγα και τα παιδιά που λένε τα κάλαντα, τα αυτοκίνητα επίσης σπανίζουν, επισκέπτες μετρημένοι.

Γυρίζω αρκετά χρόνια πίσω και αναπολώ …. ….. ….
Εκείνη τη χρονιά ο ξάδερφός μου ο Αγγελής και εγώ είχαμε μεγάλα σχέδια για τα κάλαντα.
Είχαμε κάνει ήδη οκτώ και πλέον χρόνια καλαντοψαλσίματος ο καθένας μας, σ’ όλα τα είδη καλάντων, Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς, Φώτων, και θεωρούσαμε τους εαυτούς μας από τους πλέον πεπειραμένους του είδους. Ξέραμε τα στενοσόκακα του χωριού απέξω κι ανακατωτά, ξέραμε τα σκυλιά και τα κουτάβια που θα μας έπαιρναν παραμάζεμα έτσι και πλησιάζαμε στη γειτονιά τους, είχαμε προσδιορίσει πότε ξύπναγε η κάθε σπιτονοικοκυρά για να πάμε πρώτοι να της ζητήσουμε να της πούμε τα κάλαντα, ξέραμε τα σπίτια που θα μας ξαπόστελναν λέγοντας «τα είπανε, τα είπανε» έστω κι αν γνωρίζαμε πολύ καλά ότι δεν τα είχε πει κανένας και ότι εμείς ήμαστε οι πρώτοι που κτυπούσαμε την πόρτα και, τέλος, ξέραμε και το τι θα μας έδινε ο κάθε νοικοκύρης για τον κόπο μας.
- Ο τάδε θα μας δώσει ένα πενηνταράκι, η δείνα δυο δεκάρες και από έναν κουραμπιέ. 
Σύνολον δραχμαί εξήντα, τριάντα για τον καθένα μας, το οποίον, δηλαδή, μεταφράζεται σε καμιά εικοσαριά καραμέλες γάλακτος από τον μπάρμπα-Θανάση, πέντε-έξι κομμάτια μπακλαβά από τη θειά - Πόπη και τα υπόλοιπα στον κουμπαρά για καμιά ώρα ανάγκης. 
Ανάλυση πλήρης και εμπεριστατωμένη.
Να την βλέπουν οι σημερινοί οικονομολόγοι και να τους κόβεται ο βήχας.
Έχοντας όλα τα ανωτέρω υπόψη και βλέποντας τα πρώτα χρόνια της εφηβείας να πλησιάζουν αμείλικτα, υπενθυμίζοντάς μας ότι τα παιδιαρίσματα με τα κάλαντα και τα τέτοια θα έπρεπε να τελειώσουν σύντομα, θα έπρεπε, το λοιπόν, στη δύση της καλαντοψαλτικής
μας σταδιοδρομίας, να κάνουμε κάτι το πρωτότυπο! 
Κάτι το εντυπωσιακό! 
Κάτι που θα άφηνε ανεξίτηλο το πέρασμά μας από τα καλαντικά δρώμενα του Μοναστηρακίου και θα απόπνεε δέος και σεβασμό στις επόμενες γενιές των Μοναστηραίων.
- Ρε ξέρεις ποιοι ήτανε αυτοί; να λένε. 
Μεγάλοι και τρανοί! 
Τσίφτηδες και καραμπουζουκλήδες. Καλαντοψάλτες με τα όλα τους.
Εν πρώτοις σκεφτήκαμε ότι πρέπει να αλλάξουμε ρεπερτόριο. Δεν μπορεί, είπαμε, να λέμε κάθε χρονιά τα ίδια και τα ίδια. Μας έχει βαρεθεί ο κόσμος. Εδώ ένα κούρεμα κάνεις και αυτό θα πρέπει να το αλλάζεις χρονιά με τη χρονιά για να είσαι ωραίος και μοντέρνος.
Όχι τα κάλαντα. Χώρια που τα κάλαντα, έτσι όπως τα λέγαμε στο χωριό, ήτανε και ολίγον μονόχνοτα και σου ερχότανε να κοιμηθείς, ανεξάρτητα από το τι προσπάθεια κατέβαλαν οι καλαντοψάλτες. Δεν είχανε, ρε παιδί μου, έτσι κάτι το ωραίο, το τσαχπίνικο, για να συγκινούνται οι καρδιές και να πέφτουνε τα πενηνταράκια. 
Πώς να το κάνουμε. 
Αποφασίσαμε, το λοιπόν, να τα αλλάξουμε και αντί να πούμε τα δικά μας τα ντόπια, να πούμε τα «Αθηνιώτικα» που ήτανε και της μόδας εκείνη την εποχή. Μην κοιτάτε τώρα που αλλάξανε τα πράγματα και τα ντόπια κάλαντα προτιμούνται.
Μετά την ανωτέρω ριζοσπαστική απόφαση, σπάγαμε το κεφάλι μας τι άλλο θα μπορούσαμε να κάνουμε.
- Να πάρουμε μαζί μας και ένα καραβάκι, είπα εγώ. Είναι Ελληνικό σύμβολο και θα εντυπωσιάζουμε. Το λέει και η δασκάλα.
- Σώπα ρε, μου λέει ο Αγγελής, που θα κουβαλάμε τώρα καράβια. Θα μας πάρουν στο ψιλό τα παιδιά. Τρίγωνα θα έχουμε.
- Τρίγωνα;- Τι είναι τα τρίγωνα; του λέω εγώ
- Να είναι κάτι σιδεράκια, που ντάγκα-ντάγκα τα βαρούνε τα παιδιά και λένε τα κάλαντα. Έτσι το κάνουν στην Αθήνα.
- Ναι, αλλά εμείς δεν έχουμε τέτοια, ούτε που ξέρουμε πώς να τα βαράμε.
- Ρε ας τα φτιάξουμε, λέει ο Αγγελής, και θα δούμε πως θα τα βαράμε.
Με τα έτσι, με τα αλλιώς, με έπεισε ο ξάδερφός μου να υιοθετήσουμε την ιδέα των τριγώνων και να αφήσουμε τα καράβια και τα τέτοια στην πάντα. Πέσαμε, το λοιπόν, με τα μούτρα στη δουλειά. Βρήκαμε κάτι σκουριασμένες σιδερόβεργες πίσω από ένα φράκτη, τις λυγίσαμε σιδερόβεργες ώστε να πάρουν τριγωνικό σχήμα και να ‘μαστε έτοιμοι να τα δοκιμάσουμε.
Τάκα-τάκα-τοκ, τάκα-τάκα-τοκ, τζίφος η υπόθεση.Ο ήχος που έβγαινε ήταν ξερός και κούφιος. Καμία σχέση με τον μελωδικό ήχο των τριγώνων που ακούγαμε στο ραδιόφωνο.
- Να ρε, μου λέει ο Αγγελής , φταίει που τα βαστάμε με τα χέρια. Πρέπει να τα κρατάμε κρεμασμένα με σπάγκο ή με σύρμα. Βρίσκουμε κάμποση κοκκινο-κλωστή από ένα μασούρι που είχε για τον αργαλειό η μάννα, κόβουμε κάμποση από αυτήν, φτιάχνουμε θηλιές από τις οποίες θα κρατούσαμε κρεμασμένα τα τρίγωνα όταν θα τα κτυπούσαμε και να ‘μαστε έτοιμοι να ξαναδοκιμάσουμε τα έργα μας.
Ντάγκα-ντάγκα -νταγκ, ντάγκα-ντάγκα-νταγκ, καλύτερα μεν από πριν αλλά δεν μπορούσαμε να πούμε ότι ήμαστε ικανοποιημένοι. Τι να φταίει, τι να φταίει;
- Λες να φταίει το σίδερο; λέει ο Αγγελής, Έχει ένα κιλό σκουριά επάνω.
- Τι να σου πω, του λέω εγώ. Πού να ξέρω. Μπορεί…Ψάξε από δω, ψάξε από κει, δοκιμή στη δοκιμή, τελικά καταλήξαμε ότι θα έπρεπε να έφταιγε το ότι τα τρίγωνα δεν θα έπρεπε να είναι τελείως κλειστά, αλλά θα έπρεπε, το ένα άκρο τους να είναι ελεύθερο για να μπορεί να πάλλεται ανεμπόδιστα. Πιάσε το κοπίδι, φέρε το σφυρί, κόψε από δω, κοπάνα από κει, να σου το νέο μοντέλο έτοιμο.
Νταν-νταν-ντάν, νταν-νταν-ντάν, ντα-ντα-ντα-ντα-ντα-ντα-ντάννννν!
- Μεγάλε, αυτό ήτανε! Τα καταφέραμε! Μου λέει με ενθουσιασμό ο Αγγελής. Πράγματι, ο ήχος έβγαινε γλυκός, μελωδικός και κρυστάλλινος. Τώρα είμαστε έτοιμοι να βγούμε για τα κάλαντα.
Την παραμονή των Χριστουγέννων δεν με έπαιρνε ο ύπνος. Με αγωνία πεταγόμουνα κάθε τόσο από το κρεβάτι για να κοιτάξω τι ώρα ήτανε. Φοβόμουνα βλέπετε μήπως και δεν με ξυπνήσει η μάννα μου και με πάρει ο ύπνος. Τελικά, κατά τις πέντε η ώρα το πρωί πάνω που μ’ έπαιρνε ο ύπνος, με σκούντηξε η μάννα μου, ετοιμάστηκα στο άψε-σβήσε, πήρα το τρίγωνο και βγήκα στο δρόμο για να πάω στο σπίτι του Αγγελή απ’ όπου θα ξεκινούσαμε για τα κάλαντα. Θα έπρεπε, λέει, να περάσουμε πρώτα από τα σπίτια που οι τσοπάνηδες θα έφευγαν νωρίς για τα μαντριά, μετά στα υπόλοιπα.. Όταν έφθασα στο σπίτι του Αγγελή, είδα τα φώτα αναμμένα.
-  Έτοιμος; του λέω 
-  Έτοιμος, μου λέει. 
- Φύγαμε, του λέω, και ξεχυθήκαμε στους δρόμους.
Ο ουρανός ήταν κατά-ξάστερος. Τα αστέρια λαμπύριζαν και τρεμόσβηναν μαγευτικά. Το κρύο ήταν τσουχτερό. Αυτό όμως ήτανε το τελευταίο που μας ένοιαζε εκείνη τη στιγμή. Είχαμε φάει ξεροπαγωνιές και ξεπαγιάσματα για τα κάλαντα που να σου φεύγουν τα σαγόνια από το τουρτούρισμα.
Περπατούσαμε σαν τα αγρίμια στους σκοτεινούς δρόμους κοιτάζοντας με βουλιμία γύρω μπας και δούμε κανα σπίτι με φως. 
- Να η θεια-Σοφιά, έχει ξυπνήσει, λέει ο Αγγελής.
- Πάμε να της τα πούμε, λέω εγώ. Ταπα-ταπα-ταπα το ποδοβολητό στις σκάλες, τοκ-τοκ-τοκ-τοκ, το βρόντημα στην πόρτα.
- Να τα πούμε;, είπαμε με μια φωνή.
Η πόρτα άνοιξε νωχελικά και η επιβλητική φιγούρα της θειάς προέβαλε στην πόρτα.
- Να τα πείτε; Άντε να τα πείτε, μιας και που ήρθατε, είπε με ύφος αποσβολωτικό η θεια.
Ντιν-ντιν-ντιν-ντιν-καλήν-ημέρα-άρχοντες,-αν-εί-αν-είναι-ορισμο-ός σας…
Γέμισε η γειτονιά και ο νυκτερινός ουρανός από τις φωνές μας και τον ήχο των τριγώνων.
- Χρόνια πολλά και του χρόνου θεια, είπαμε τελειώνοντας.
- Και του χρόνου παιδάκια μου, είπε η θεια και μας φίλεψε. Φύγαμε περιχαρείς για το επόμενο σπίτι.
Εκείνο το πρωινό γυρίσαμε πολλά σπίτια. Σ' άλλα μας υποδεχόντουσαν χαρωπά και μας άφηναν να πούμε τα κάλαντα, σε άλλα μας απόδιωχναν. Τελειώσαμε τη γύρα γύρω στις εννέα (9) η ώρα το πρωί.
Τα φιλοδωρήματα και τα φιλέματα που μαζέψαμε ήταν υπερ-αρκετά. 
Αισθανόμαστε πολύ ευχαριστημένοι και ικανοποιημένοι.
Έτσι, με τρίγωνα και με χαρές αποχαιρετίσαμε την ενεργό συμμετοχή μας στα κάλαντα. Από τότε έχουν περάσει χρόνια πολλά.
Διάφορες μόδες και νεωτερισμοί έχουν δοκιμαστεί κατά καιρούς από μικρούς και μεγάλους. Τα τρίγωνα και τα «Αθηνιώτικα» κάλαντα έχουν γίνει πιο συχνά στη Μοναστηράκι. Τα λιγοστά παιδιά εξακολουθούν να περιδιαβαίνουν τις γειτονιές του χωριού τις παραμονές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.. Είναι μάλιστα τόσο λίγα που οι νοικοκυραίοι τα παρακαλούν να περάσουν από το σπίτι τους και να πουν τα κάλαντα. Και είναι τόσο κρίμα διότι η εμπειρία του «καλαντοψαλσίματος» είναι τόσο συναρπαστική και τόσο ενδιαφέρουσα, έτσι ώστε να αφήνει ανεξίτηλες μνήμες σε όσους τη βιώνουν. 
                                                                                                                Καλή μας χρονιά.


Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το Δεκέμβριο του 2008
στο Ενημερωτικό Δελτίο " νέα του Μοναστηρακίου"

Τρίτη 14 Νοεμβρίου 2017

Λαγκαδινοί μαστόροι 

Οικογένεια Πουρνάρα

Μια σπουδαία οικογένεια μαστόρων της πέτρας


      Μια από τις πιο σπουδαίες και ονομαστές οικογένειες των φημισμένων Λαγκαδινών μαστόρων ήταν και αυτή των αδελφών Πουρνάρα, που είχαν εγκατασταθεί στο ορεινό χωριό της Γορτυνίας, το Μοναστηράκι.
Η εγκατάσταση Λαγκαδινών μαστόρων μακριά από την γενέτειρα περιοχή ήταν κάτι συνηθισμένο. Οι  σκληρές καταστάσεις της δουλειάς και η συνεχής αλλαγή από τόπο σε τόπο, ανάγκαζαν πολλούς από τους μάστορες να παντρευτούν και να εγκατασταθούν στα «ξένα» είτε από αγάπη, είτε από «συμφέρο», είτε «πήγαιναν σώγαμπροι», δημιουργώντας έτσι μικρές λαγκαδινές παροικίες σε πολλά χωριά της Πελοποννήσου.
   Η οικογένεια Πουρνάρα «έδρασε» κυρίως στην περιοχή της Γορτυνίας, στα χωριά του Ερύμανθου και του Λάδωνα και άνετα μπορεί να ισχυρισθεί κάποιος ότι ήταν «ειδικευμένοι» στο χτίσιμο γεφυριών, αφού δικές τους κατασκευές είναι σπουδαία γεφύρια στην ευρύτερη περιοχή.
   Τα πρώτα στοιχεία για την οικογένεια μας έρχονται από τις αρχές του 19ου αιώνα, όταν οι αδελφοί Πάνος, Φώτης και Νίκος Πουρνάρας έχτισαν το 1806-1807 (κατ’ άλλους το 1800) στο Μοναστηράκι τον πολεμικό πύργο του περιβόητου Αλή Φαρμάκη , Οθωμανού Αγά Αλβανικής καταγωγής από του Λάλα της Ηλείας, αδελφοποιτού του Θ. Κολοκοτρώνη. Λέγεται ότι είχαν χρησιμοποιήσει περίπου πενήντα χιλιάδες αυγά στο μίγμα του υλικού της λάσπης, ώστε να καταστεί «σιδερένιος» και να αντέχει. Η μέθοδος με τ΄αυγά και την μαστίχα, ήταν των Λαγκαδινών μαστόρων της πέτρας. Επίσης ενδιάμεσα στο διπλοτοίχι τοποθέτησαν μαλλί προβάτων και γιδιών (κοζά), για να αντέχει στους κραδασμούς από τους κανονιοβολισμούς αλλά και από τυχόν σεισμούς. Ο πύργος χάρις στην τέτοια τεχνική του, άντεξε στους βομβαρδισμούς κατά την πολιορκία του το 1807  από τον Βελή πασά, γιου του Αλή πασά της Ηπείρου, καθώς αναφέρεται ότι δέχθηκε μεταξύ των άλλων και 3.764 κανονιές μέσα σε 64 ημέρες που βάσταξε η πολιορκία. (1)
  Τα εγγόνια των παραπάνω μαστόρων, Φώτης, Κώστας, Πάνος και Σπύρος Πουρνάρας έχτισαν το Παραλογγίτικο γεφύρι, που γεφυρώνει τον Ερύμανθο κοντά στο χωριό Παραλογγοί της Γορτυνίας, απ’ όπου και το όνομά του, το οποίο χωριό είναι χτισμένο σε υψόμετρο 800 μέτρων στις βορειοδυτικές πλαγιές του Αφροδίσιου όρους  (1445 μέτρα υψόμετρο) και έχει χαρακτηρισθεί διατηρητέος οικισμός.
   Τόχτισαν με περισσή μαστοριά και μεράκι το 1877 (κατά τον φιλόλογο Γ. Παπανδρέου, από το Σκούπι (Πάος)Καλαβρύτων, το 1885)


Παραλογγίτικο γεφύρι. 


   Είναι μεγαλοπρεπέστατο και από τα εντυπωσιακότερα της Πελοποννήσου σε μήκος και σε άνοιγμα καμάρας και από το 1998 είναι χαρακτηρισμένο σαν διατηρητέο μνημείο νεώτερης τέχνης.
Συνέδεε τη Γορτυνία της Αρκαδίας με τη Λασσιώνα, Φολόη και Λαμπεία της Ηλείας.
Κατασκευασμένο από ντόπια πέτρα, που αφθονεί στην περιοχή, είναι απόλυτα και αρμονικά ενταγμένο στο φυσικό περιβάλλον της περιοχής.
     Πάνω όμως από 130 χρόνια, που να ήξεραν οι κατασκευαστές του την μοίρα που το περιμένει. Και αυτό γιατί ούτε και αυτό το σπουδαίο γεφύρι λέει να αποφύγει την “ταλαιπωρία της προόδου” από τους νεοέλληνες, ακολουθώντας τη μοίρα άλλων (Πλάκας στην Ήπειρο, Διαβολογέφυρο στην Κλομποκή της Δίβρης κλπ).
    Στην περιοχή, στον μυθικό Ερύμανθο και στη θέση “Πέτρα”, επιχειρείται να κατασκευαστεί Μικρό Υδροηλεκτρικό Εργοστάσιο (ΜΥΕ) ισχύος 2,93 ΜΒ. Για το σκοπό αυτό έχει ξεκινήσει άνοιγμα δρόμων, κόψιμο δένδρων, μπαζώματα και άλλες δραστηριότητες που απαιτεί ένα τέτοιο έργο, που βεβαίως όλες οι παραπάνω ενέργειες έχουν σαν αποτέλεσμα την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος της περιοχής και συνακόλουθα την απαξίωση και πιθανά τον αφανισμό της επιβλητικής αυτής λαϊκής κατασκευής, που σεβάστηκε ο χρόνος και ο τόπος.
   Παρά τις αντιδράσεις οικολογικών και περιβαλλοντολογικών οργανώσεων, πολιτιστικών σωματείων, τοπικών φορέων και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, που θεωρούν την ενέργεια αυτή καταστροφική και συνέχεια της αντίστοιχης του “Διαβολογέφυρου στην Κλομποκή”, οι “υπεύθυνοι” δεν φαίνεται να αντιλαμβάνονται την οικολογική και ιστορική καταστροφή που θα προκαλέσουν στην περιοχή.


Παραλογγίτικο στον Ερύμανθο. 


   Τα ίδια αδέλφια έχτισαν κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και το δίτοξο γεφύρι της Δήμητρας, δύο περίπου χιλιόμετρα από το ομώνυμο χωριό της Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας, για να γεφυρώσουν τον Λάδωνα και να συνδέσουν τα χωριά Δήμητρα και Κοντοβάζαινα με τα Τρόπαια. Βρίσκεται μεταξύ της τεχνικής λίμνης του Λάδωνα και του ΥΗΣ και σήμερα εξυπηρετεί ποιμενικές κυρίως αλλά και αγροτικές εργασίες.

Εκτός από την κατασκευή του σπουδαίου αυτού γεφυριού οι    συγκεκριμένοι Πουρναραίοι έχτισαν το καμπαναριό “της Κοίμησης της Θεοτόκου” στο Μοναστηράκι Γορτυνίας, τη βάση και μέχρι δύο μέτρα ύψος “τον Άγιο Δημήτριο” στο Βιδιάκι, την εκκλησία της Αγίας Ζώνης στο χωριό Παραλογγοί, την παραλογγίτικη βρύση κ. ά. Κάποιοι ντόπιοι γεροντότεροι λένε ότι την παραλογγίτικη βρύση την έχτισαν κάτοικοι της Πουρναριάς το 1877 μαζί με το γεφύρι και την εκκλησία. Πιθανώς οι κάτοικοι να είχαν στο μυαλό τους το όνομα της οικογένειας Πουρνάρα, που ήταν οι κατασκευαστές του παραλογγίτικου γεφυριού την ίδια περίοδο, της βρύσης και της εκκλησίας  και να το συνέδεσαν λαθεμένα με το χωριό Πουρναριά (Ποδογορά).  Οι Πουρναραίοι αυτοί έμαθαν την τέχνη από τον πατέρα τους Γιώργη Πουρνάρα.


Της Δήμητρας. 


     Η Δήμητρα είναι χτισμένη σε υψόμετρο 660 μέτρων στους πρόποδες του Αφροδίσιου όρους και την ονομασία της την οφείλει σε έναν αρχαίο ναό της Ελευσίνιας ή Αλουσίας Δήμητρας, που βρισκόταν εκεί κοντά, ερείπια του οποίου υπάρχουν στην μονή της Κλειβωκάς. 
Η ονομασία του χωριού ήταν Δίβριτσα μέχρι το 1928, που σημαίνει μέρος με πολλά νερά.

    Το γεφύρι της Δήμητρας είναι ένα σπάνιας αρχιτεκτονικής ομορφιάς δίτοξο κομψοτέχνημα, με ισοειψή τόξα, ελαφρώς μικρότερου ανοίγματος το δεύτερο από ανάντη, σχολαστικά πελεκημένη πέτρα, στηθαίο και τέλειες αναλογίες, γνήσιο χαρακτηριστικό γνώρισμα της πατροπαράδοτης τέχνης των λαγκαδινών μαστόρων.


    Χτίστηκε με ντόπια υλικά, που αφθονούν στην περιοχή και την Αρκαδία γενικότερα και είναι καλοδιατηρημένο ανάμεσα σε θεόρατα πλατάνια, που οι ντόπιοι θεωρούσαν ότι “κράταγε”, ήταν δηλαδή λημέρι νεράιδων. Λέγεται ακόμη ότι στο συγκεκριμένο γεφύρι το 1933 έπεσε μια κοπέλα γιατί ατιμάστηκε, βάζοντας έτσι τέλος στη ζωή της.


Το γεφύρι της Δήμητρας πνιγμένο στο πράσινο και την...σιωπή.


   Το γεφύρι της Δήμητρας είναι ένα σπουδαίο γεφύρι, από τα πλέον εντυπωσιακότερα και μεγαλοπρεπέστερα της Πελοποννήσου, που περιμένει τον επισκέπτη να τον θαμπώσει και να τον οδηγήσει στις παλιές καλές εποχές.
    Μια άλλη σπουδαία κατασκευή των ίδιων αδελφών Πουρνάρα, ίσως το σπουδαιότερο σε ιστορία και χρησιμότητα, είναι και το γεφύρι που ενώνει τις όχθες ενός εκ των πλέον μυθικών και ιστορικών ποταμιών της Πελοποννήσου και της Ελλάδας, του θεϊκού Ερύμανθου και είναι ένα από τα καλλίτερα αντιπροσωπευτικότερα δείγματα της λαγκαδινής τεχνικής της λαϊκής γεφυροποιίας, αρμονικότατα ενταγμένο στο φυσικό περιβάλλον.
     Πρόκειται για το γεφύρι στην περιοχή “Δομοκός”, τρία χιλιόμετρα περίπου δυτικά του χωριού Βιδιάκι Γορτυνίας, εξ ου και “Βιδιακίτικο". Βρίσκεται στη μέση σχεδόν του μήκους 60 χιλιομέτρων Ερύμανθου, από τις πηγές του μέχρι την εκβολή του στον Αλφειό και χτίστηκε το 1870.

Γεφύρι στη θέση "Δομοκός" ή Βιδιακίτικο γεφύρι. 

       Με ενέργειες του συλλόγου Βιδιακιτών και επί προεδρίας Κωνσταντίνου    Κηπουρού προς την Β' εφορία αρχαιοτήτων στην Πάτρα την 28/01/2002, χαρακτηρίστηκε από το υπουργείο πολιτισμού με το ΦΕΚ 886/02/07/2003 ως διατηρητέο μνημείο με το αιτιολογικό ότι “...η ανωτέρω γέφυρα αποτελεί σημαντική μαρτυρία για τον τρόπο επικοινωνίας και την κοινωνικοοικονομική οργάνωση της περιοχής και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιστορία της ευρύτερης περιοχής από την αρχαιότητα ως σήμερα καθώς και με τις μνήμες των κατοίκων”.

     Αποτέλεσε για πολλά χρόνια το αναγκαιότερο και ωφελιμότερο έργο για τους κατοίκους της περιοχής και διέξοδο επικοινωνίας τους προς Ηλεία, Αχαία και αντιστρόφως.

Είναι σπάνιας αρχιτεκτονικής ομορφιάς, μονότοξο κομψοτέχνημα, με σχολαστικά πελεκημένη πέτρα και τέλειες αναλογίες, γνήσιο χαρακτηριστικό γνώρισμα της πατροπαράδοτης τέχνης των Λαγκαδινών μαστόρων. Οι θολίτες έχουν μήκος 80 εκατοστά και ένα άλλο χαρακτηριστικό του είναι η κλίση του στηθαίου, που πιθανόν να έγινε για λόγους στατικότητας, βάρους, δυσκολίας μεταφοράς ή και καλαισθησίας ακόμη. Είναι χτισμένο στο πιο στενό σημείο του Ερύμανθου και τα βάθρα του δεξιά και αριστερά στηρίζονται σε συμπαγή βράχο.

        Χτίστηκε με ντόπια υλικά, που αφθονούν στην περιοχή και την Αρκαδία γενικότερα, μετά από ενέργειες του επί 12ετίας δημάρχου της περιοχής, του τότε δήμου Θέλπουσας, Ζώη Μυλωνά από το Βιδιάκι και με έξοδα του κρατικού προϋπολογισμού. Το “εργοτάξιο”, ας το πούμε έτσι, φαίνεται ότι βρισκόταν προς τη μεριά της Γορτυνίας, 30-40 μέτρα από το γεφύρι, όπου υπάρχουν ίχνη λατομείου- νταμαριού και μια μικρή πηγή.

       Η πρόσβαση στο γεφύρι είναι πια μια μικρή περιπέτεια καθώς οι παλιοί δρόμοι, τα μονοπάτια δηλαδή, από Βιδιάκι, Παραλογγούς-Πέτα, έχουν κλείσει εντελώς και έχουν γίνει δάσος. Αυτό βεβαίως είναι καλό από τη μια πλευρά γιατί αποκλείει τις κακές σκέψεις κάποιων ασυνείδητων και τις όποιες λαθεμένες παρεμβάσεις, που ξεκινούν από την αφαίρεση της πέτρας και φτάνουν μέχρι την τσιμεντοποίηση για δήθεν διάσωση, είναι και κακό γιατί δυσκολεύει αφάνταστα τη σωστή συντήρησή του λόγω της δύσκολης προσβασιμότητάς του. Και πρέπει να τονιστεί ότι χρειάζεται συντήρηση στα στηθαία του και καθαρισμός της βάσης και των βάθρων του από τα φερτά υλικά και τα δένδρα.

      Η επαφή με το γεφύρι έγινε από το ρέμα “Ρούτελη”, με τη βοήθεια του ντόπιου, από το Βιδιάκι, Κώστα Κολλιόπουλου. Οι παλιοί όταν μίλαγαν για το χείμαρο της Ρούτελης “έτρεμε το στόμα τους”. Τόσο επικίνδυνος είναι ο χείμαρρος αυτός τούς φθινοπωρινούς και χειμωνιάτικους μήνες και όταν έχει απότομα κατεβάσματα. Ή εγκατάλειψη της υπαίθρου στέρησε και αυτή την ύπαρξη των βοηθητικών δρόμων, των “γιδόστρατων”, για την πρόσβαση στο γεφύρι.

Υπάρχουν δύο εικασίες 

για την προέλευση του ονόματος του γεφυριού:

        Η πρώτη θεωρεί ότι δεν αποκλείεται νάχει σχέση με τη μάχη στο Δομοκό της Φθιώτιδας κατά τον άτυχο πόλεμο του 1897 και ονομάστηκε έτσι από κάποιους στρατιώτες που πολέμησαν εκεί, γιατί υπάρχουν και άλλα παρόμοια ονόματα περιοχών, όπως “Τζουμαγιά”, από τη μάχη της Τζουμαγιάς το 1913 κατά την περίοδο των βαλκανικών πολέμων κλπ. Το όνομα όμως φαίνεται ότι προϋπήρχε της μάχης του Δομοκού.


 Το ΑΓΠ ...επί τω έργω.

       Η άλλη, η δεύτερη και πιο πιθανή, θεωρεί ότι μπορεί να ονομάστηκε έτσι η περιοχή που βρίσκεται το γεφύρι λόγω της ύπαρξης εκεί ομώνυμου χωριού, όπως αναφέρει ο Άγγλος περιηγητής William Leake λέγοντας ότι “...κάτω από μας, στη δεξιά όχθη του ποταμού Ερύμανθου είναι μερικά αρχαία υπολείμματα ενός χωριού, που κάποτε υπήρξε εκεί, ονομαζόμενο Δομοκό. Είναι, ίσως, η (αρχαία) πόλη Θραιστός” (2) 
Το γεφύρι στο “Δομοκό” συνεχίζει να είναι σημείο συνάντησης, μνήμης και σύνδεσης με την ιστορία και την λαογραφία του τόπου μας, με δυσάρεστα και ευχάριστα βιώματα των κατοίκων του Βιδιακίου και της ευρύτερης περιοχής.
Το επιβλητικό φαράγγι του Ερύμανθου στη θέση αυτή και η ιστορία του τόπου, προσδίδουν στο γεφύρι ιδιαίτερη αίγλη, κομψότητα και μεγαλοπρέπεια.
      Στέκει εκεί στην ερημιά, αγέρωχο, βουβός μάρτυρας παλιών ζωντανών εποχών περιμένοντας τον επισκέπτη και την ...φροντίδα των υπευθύνων.
     Η νεότερη γενιά των Πουρναραίων μαστόρων, απόγονοι των παραπάνω, κατά μαρτυρίες των ντόπιων, έχτισαν και τα γεφύρια στις θέσεις «Σκαλίτσα» και «Γούβια», κοντά στο χωριό Βιδιάκι Γορτυνίας.




Γεφύρι Σκαλίτσας. 


         Το γεφύρι στη Σκαλίτσα χτίστηκε το 1932  με έξοδα του Νικ. Κηπουρού ή Σπανού, βρίσκεται στο ρέμα Σκαλίτσα, κοντά στο χωριό και είναι μονότοξο. 
Ο Κων. Κηπουρός μας αφηγείται(3) για το γεφύρι:
«...το γεφύρι αυτό έχει χτιστεί με δωρεά του Νικολάου Γ. Κηπουρού, ο οποίος είχε κάνει πολλά χρόνια στην Αμερική μαζί με τον πατέρα του και όταν επέστρεψε άνοιξε εμπορικό κατάστημα στην Αθήνα, στην οδό Ερμού και με τα χρήματά του έγιναν πολλά έργα στο Βιδιάκι. Ένα απ’ αυτά είναι και το γεφύρι τούτο εδώ της “Σκάλας” ή “Σκαλίτσας”, που χτίστηκε το 1932. Αμυδρά εγώ θυμάμαι τους μαστόρους εδώ, τους Πουρναραίους και τους άλλους, όσοι δούλευαν, δεν τους θυμάμαι όλους ακριβώς, στο χτίσιμο αυτό.» 
        Η περιοχή που είναι χτισμένο το γεφύρι ονομάζεται “Μανικιά” και μέσω ενός χωματόδρομου που ξεκινούσε από την άκρη του χωριού {Βιδιάκι} κατευθυνόταν προς τα χωράφια και τα χωριά Μοναστηράκι, Ράχες κλπ. Επί του ίδιου δρόμου μετά από 1000 -1200 μέτρα συναντάμε το γεφύρι στα Γούβια. Το μονοπάτι μέσω των δύο γεφυριών, “Γούβια” και “Σκαλίτσα”, ένωνε το Βιδιάκι με το Μοναστηράκι και είναι καλντεριμωτό σε πολλά σημεία του.
Το γεφύρι στα "Γούβια", βρίσκεται σε μικρή απόσταση από το χωριό Βιδιάκι Γορτυνίας, στο ρέμα "Γουβια", είναι μονότοξο και χτίστηκε με δαπάνη και αυτό του Νικολάου Κηπουρού ή Σπανού από το Βιδιάκι, το 1938 ενώ το στηθαίο είναι νεότερη προσθήκη.



Γεφύρι στα Γούβια. 

«…το γεφύρι στα Γούβια εξυπηρετούσε τους κατοίκους του Βιδιακίου και τους άλλους περαστικούς στις αγροτικές και ποιμενικές τους εργασίες, είχαν τα κοπάδια τους τριγύρω, τα ποιμνιοστάσια και τα κονάκια. Όσον αφορά το όνομα, γούβια είναι η γούβα, τα μικρά γουβάκια και έτσι ονομάστηκε στα “Γούβια” γιατί υπήρχαν τέτοιες γούβες εκεί. Το ρέμα στο γεφύρι λέγεται ρέμα των Γουβιών. Πέραν της άποψης της ονομασίας του γεφυριού από τις γούβες, υπάρχει και η πιθανότητα η ονομασία να προέρχεται και από το νυχτόβιο πτηνό Γούβης ή Γούβι – Βίας – Μπούφος που κουρνιάζει εκεί.» (4)
 



Από το blog:   ΑΓΠ  " Αρχείο Γεφυριών Πελοποννήσου

(1). Ηλίας Τουτούνης. «Η γενιά των Κολοκοτροναίων και τα τραγούδια τους». Εκδόσεις Κοκλάκι. Αμαλιάδα 2009, σελ. 265-266.
(2). W. Leake. “Travels in Morea”. Σελ. 236
(3). Μαρτυρία του ντόπιου Δάσκαλου και επιθεωρητή Δημόσιας εκπαίδευσης Κώστα Κηπουρού στον γράφοντα.
(4). Ομοίως.

Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2017

 Φαράγγι Λαγκάδας



(Δ.Δ. Μοναστηρακίου)


Μετά το Μοναστηράκι προς το Βυδιάκι  υπάρχει ο χωματόδρομος αριστερά προς το δάσος της Κάπελης σε δεξιά στροφή όπου υπάρχει και  η αγροικία του Παπα-Γιάννη. Η διαδρομή οδηγεί αμέσως στο πυκνό και πανέμορφο δάσος της Κάπελης, μέχρι που ο δρόμος χωρίζει στα δύο με σχήμα Υ και πινακίδα που γράφει «προς Αϊ Γιώργη» σε υψόμετρο 628μ. Από δεξιά συνεχίζουμε μέχρι που δυσκολεύει κατηφορικά σε αδιέξοδο πάνω από τη Λαγκάδα στα 511μ. ύψομ. και συντεταγμένες 34 45 632-21 49 702. 
Το μονοπάτι που ακολουθεί για 200 μέτρα περίπου πορείας οδηγεί στη κοίτη με την ρεματιά της Λαγκάδας που είναι απορροή από το δάσος της Κάπελης με ανατολική κατεύθυνση προς τον Άρση ποταμό. Κάτω από τα τεράστια πλατάνια δίπλα ή μέσα από τα τρεχούμενα νερά συνεχίζουμε και σε λίγο συναντάμε ένα στένωμα  «πόρτα», όπως αλλιώς ονομάζουμε. 












Σε λίγα μέτρα υπάρχει καταρράκτης 6 μέτρων με κρίκους σε καρφιά για τη χρήση των σχοινιών. Το σημείο αυτό θυμίζει με την πυκνότατη βλάστηση τις τροπικές ζούγκλες.




Εκεί θα βρούμε μεγάλα τμήματα πετρωμάτων από κατολισθήσεις και περνάμε ανάμεσά τους.




Πιο κάτω μας εντυπωσιάζει πλευρικός καταρράκτης από τη δεξιά κοίτη τον οποίο δημιουργεί εποχιακή ροή από πηγή του δάσους. Στη συνέχεια θα συναντήσουμε μικρό καταρράκτη 4 μέτρων τον οποίο κατεβαίνουμε με χρήση σχοινιού ή με προσοχή απ’ την αριστερή πλευρά της κοίτης που υπάρχει κατέβασμα. Η πορεία συνεχίζει για το άγριο και έντονο ανάγλυφο του φαραγγιού με ψηλά και κάθετα τοιχώματα, όπου θα κατεβούμε σε στενό αύλακα με αρμάτωμα από μικρό πλατάνι. 






Μετά ανοίγει η ρεματιά και συνεχίζουμε την πορεία και σε κάποιο σημείο θα προσέξουμε στη δεξιά πλευρά ψηλά στο τοίχωμα εντυπωσιακούς σταλακτίτες. Στη συνέχεια θα χαθεί το νερό και αργότερα θα εμφανιστεί και πάλι η ροή του.












Η πορεία μας οδηγεί σε επόμενο καταρράκτη 3 μέτρων που είναι ο τελευταίος. Εδώ υπάρχει ανθρώπινη επέμβαση με το μυλαύλακα να κλέβει νερά από το πλάι για την απαιτούμενη πτώση και εκμετάλλευση της δυναμικής των ενέργειας. Κατεβαίνουμε με σχοινί και σε λίγο θα παρατηρήσουμε το τοπίο να αλλάζει, αφού οι πλαγιές χαμηλώνουν και μας οδηγούν στην έξοδο μετά από 4 ώρες περίπου συνολικής πορείας 7.580 μ. 






Εκεί υπάρχει χωματόδρομος στα 243μ υψομ και θα πρέπει να έχουμε αφήσει αυτοκίνητο κατεβαίνοντας από το Βούτσι μέσω του Αι Λιά στην περιοχή του οικισμού των Αρσηναίων με τη βίλα του Γιώργου Δουρίδα και το χαρακτηριστικό της ψηλό πύργο παρατήρησης. Λίγο μετά τη συμβολή της Λαγκάδας με τον Άρση υπάρχει το γεφύρι που συνδέεται ο χωματόδρομος αυτός με το Βούτσι. Αν δεν περάσουμε το γεφύρι και συνεχίσουμε το χωματόδρομο προς το νότο και τη ροή του Άρση θα φτάσουμε στο Τουμπίσι με τη μεγάλη γέφυρα του Λάδωνα και με τον αυτοκινητόδρομο προς Βυτίνα ή Πύργο.






  

(από τις δράσεις του Σπηλαιολογικού Ομίλου Ταϋγέτου - Πάρνωνας, "ο Ποσειδών")