Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2021


Η Οδύσσεια ενός μικρομαυραγορίτη 



Ο Γιάννης Παπακωνσταντίνου ως μαυροσκούφης το 1943 - 44
 «ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ» 3τομο συγγραφικό έργο (Αθήνα 1985)

Mια από τις πιο ενδιαφέρουσες αυτοβιογραφικές αφηγήσεις Αθηναίου που ασχολήθηκε με τη μαύρη αγορά, περιέχεται στα απομνημονεύματα ενός μαυροσκούφη καπετάνιου του ΕΛΑΣ.
    Εθνικόφρων έμπορος ψιλικών στον Υμηττό προπολεμικά, αντάρτης με το ψευδώνυμο «Παπάρας» από τον Μάη του 1943 μέχρι τη Βάρκιζα και πολιτικός κρατούμενος κατόπιν για δυο δεκαετίες (1945 και 1947-1964), ο Γιάννης Παπακωνσταντίνου  περιγράφει καταλεπτώς την περιπέτειά του όταν προσπάθησε να φέρει τρόφιμα στην Αθήνα από τη γενέτειρά του στην Πελοπόννησο:
       «Στο μαγαζί είχα και άδεια καπνοπωλείου και από εκεί όταν είχε διανομή τσιγάρα, κατόρθωνα να κρατώ μια - δυο κούτες, να τις πουλώ “στη μαύρη αγορά” ανταλλαγή με ψωμί ή οτιδήποτε άλλο κι έτσι εξοικονομούσα λίγο ψωμάκι.
    Το μαγαζί ουσιαστικά το κρατούσε ο μικρός μου αδερφός κι εγώ άρχισα να κάνω ταξίδια “μαυραγορίτικα” για να μπορούμε να ζήσουμε.
Είναι απαραίτητη μια εξήγηση για τους “μαυραγορίτες”. Οι πραγματικοί μαυραγορίτες ήταν λίγοι, μετρημένοι στα δάχτυλα. Αυτοί, συνεργάζονταν με τους κατακτητές Ιταλούς και Γερμανούς, εφοδιασμένοι με άδειες, φόρτωναν αυτοκίνητα και τα φέρναν στην Αθήνα χωρίς να τους σταματάνε σε κανένα πόστο-μπλόκο. Ενώ οι άλλοι, οι χιλιάδες που πήραν τον τίτλο του “μαυραγορίτη”, αυτοί είναι οι αφανείς ήρωες για την επιβίωση. Πόσοι πήραν τη ραπτομηχανή τους ή τα προικιά της κόρης τους και τα πήγαν σε κάποιο χωριό για να ανταλλάξουν με λίγο στάρι ή λάδι για την οικογένειά τους και τους τα πήραν μετά στο δρόμο της επιστροφής από λίγα - λίγα ή και όλα μαζεμένα στα πόστα μπλόκα οι καταχτητές!
    Επειδή δεν είμαι ούτε λογοτέχνης ούτε ιστορικός, θα πω μονάχα ξερά γεγονότα - όπως τα θυμάμαι - εκείνα που εγώ έπαθα σαν “μαυραγορίτης”. Αλλοι έπαθαν πολύ περισσότερα και χειρότερα από μένα.
Το Δεκέμβρη του 1941 πήγα στο χωριό μου [Μοναστηράκι Γορτυνίας] για να φέρω τρόφιμα.     Ο πατέρας μου και ο αδερφός μου Θόδωρος μου είχαν γράψει ότι στο χωριό “έχουν πέραση” - που μπορείς να τα ανταλλάξεις με τρόφιμα - τα τσιγάρα, το κινίνο, οι κουβαρίστρες και λιγότερο τα πουκάμισα, σακάκια, κάλτσες κ.λπ.. Φορτώθηκα λοιπόν τρεις βαλίτσες με διάφορα τέτοια πράγματα και πάω για το χωριό. Σιδηροδρομικώς φθάνω στον Πύργο χωρίς κανένα επεισόδιο. Στον Πύργο με περίμενε ο αδερφός μου Θόδωρος με το άλογό μας.
    Την άλλη μέρα ξεκινήσαμε νύχτα για το χωριό που απέχει πάνω από 50 χιλιόμετρα. Φθάνοντας στο Κρεκούκι (Πελόπιο), υπήρχε ιταλικό πόστο - μπλόκο. Μας κατεβάζουν τις βαλίτσες και μας κάνουν έρευνα. Μου πήραν περίπου τις μισές κούτες τσιγάρα και αρκετές δωδεκάδες κουβαρίστρες. Πήγα να διαμαρτυρηθώ, οι Ιταλοί αγρίεψαν και ο διερμηνέας που είχαν - που οπωσδήποτε συνεργαζόταν μαζί τους - μου λέει: “Μάζωτα τ’ άλλα και φύγε γιατί αλλιώς θα σε σπάσουν στο ξύλο αν δεν σε κλείσουν μέσα ή δεν σε σκοτώσουν”. Τι να κάνω; Εκανα την ανάγκη φιλοτιμία, όσο και αν έβραζα από μέσα μου και τα μάζεψα και φύγαμε.
    Με τα υπόλοιπα εμπορεύματα φθάσαμε στο χωριό. Γύρισα στο χωριό και στα γύρω χωριά και έκανα μερικές ανταλλαγές. Μάζεψα λάδι, όσπρια, στάρι, καλαμπόκι και με τα τρόφιμα που μου δώσαν οι γονείς μου, βασικά μου φτιάξαν μια δεκαριά οκάδες παξιμάδια [με] λίγο τυρί, τα φορτώσαμε στα δυο ζώα, το άλογο και ένα γαϊδούρι που είχαμε, και ξεκινήσαμε για τον Πύργο».

Στον δρόμο, η χωροφυλακή του Λάλα κατάσχει τα δυο φορτία.
    «Πάω στο Πελόπιο, βρίσκω το Μοίραρχο. Του λέω την παραγγελία της ξαδέρφης του και του λέω τι συνέβη. Μου δίνει ένα σημείωμα για τον Νωματάρχη - σταθμάρχη στου Λάλα και γυρίζω πίσω. [...] Πάω στο σταθμό χωροφυλακής και διαμαρτύρομαι. Ο Νωματάρχης με ρωτάει πούθε είμαι, πού τα βρήκα και πού πηγαίνω τα πράγματα. Του δίνω το σημείωμα του Διοικητή του. Τα πράγματα αμέσως άλλαξαν. Αμέσως λέει σε ένα χωροφύλακα να με βοηθήσει να φορτώσω τα πράγματα και μου ζήτησε συγνώμη για τα διατρέξαντα. Φόρτωσα και τα δυο ζώα και ξεκίνησα.
    Την άλλη μέρα στον Πύργο, διαπίστωσα ότι τα παξιμάδια και τα όσπρια είχαν “ξαφριστεί”. Τι να κάνουμε; Δυστυχώς δεν είχαμε μονάχα τους κατακτητές, είχαμε και τους ασυνείδητους Ελληνες. Τι θα γινόταν αν δεν τύχαινε να έχω γνωριστεί με τον Μοίραρχο;».
Μια βόλτα στον Πύργο κατέληξε σε εξευτελιστικό δημόσιο χαστούκισμα από τους φρουρούς του ιταλικού Φρουραρχείου, ώσπου να συμμορφωθεί με την απαίτησή τους να χαιρετήσει φασιστικά.
Εξίσου επώδυνο θ’ αποδειχθεί 
όμως και το ταξίδι της επιστροφής:

    «Πήγα στο μανάβικο και βρήκα τον μπάρμπα μου. Μου είπε ότι ένας επιθεωρητής σιδηροδρομικός, αν του δώσω 6 οκάδες όσπρια, αναλάμβανε να μου ανεβάσει στο οτομοτρίς ένα τσουβάλι με 30 οκάδες ρεβύθια που είχα και 2 δοχεία με λάδι. Τις 3 βαλίτσες που είχα τις δικαιούμουνα να τις πάρω. Δέχτηκα: έδωσα τις 6 οκάδες τα όσπρια, πήρα μαζί μου τις 3 βαλίτσες και ανέβηκα, ύστερα από αυστηρό έλεγχο των Ιταλών, στο οτομοτρίς. Υστερα από λίγο, από την άλλη πόρτα, ένας αχθοφόρος μου φέρνει τα 2 δοχεία το λάδι και μου λέει ότι το τσουβάλι με τα ρεβύθια τα έχει βάλει μπροστά στο μηχανοστάσιο και να το ζητήσω από τον οδηγό να το πάρω στην Αθήνα.
    Όταν αργά έφθασα στην Αθήνα και πήγα στο μηχανοστάσιο και ζήτησα το τσουβάλι με τα ρεβύθια, 3 άνδρες που ήταν στο μηχανοστάσιο γέλαγαν μαζί μου! Τους είπα ότι στον Πύργο το φόρτωσε ο επιθεωρητής τάδε - δυστυχώς δε θυμάμαι το όνομά του. Μου είπαν ότι αυτοί ανέλαβαν υπηρεσία από την Πάτρα και δεν ξέρουν τίποτα. Κι έτσι, πάνε τα ρεβύθια και τα είχα κουβαλήσει στον ώμο από το Βελημάχι στο Μοναστηράκι!
    Τι βγήκε λοιπόν από τη “μαύρη αγορά” που έκανα; Τι κέρδισα; Μου πήραν οι Ιταλοί τσιγάρα και κουβαρίστρες. Μου πήραν οι χωροφύλακες παξιμάδια και όσπρια, πλήρωσα τον επιθεωρητή για να με βοηθήσει να ανεβάσω δήθεν τα πράγματα στο οτομοτρίς και έγινε αφορμή να χάσω το τσουβάλι με τα ρεβύθια. Γιατί δεν ξέρω αν το έφαγαν οι μηχανοδηγοί ή το τσουβάλι δεν μπήκε καθόλου στην αυτοκινητάμαξα. Κι από πάνω έφαγα και ξύλο και μ’ ανάγκασαν να χαιρετίσω και φασιστικά. Ετσι, με αυτά που τράβηξα, πήρα την απόφαση να μην ξαναπάω σε τόσο μακρινά ταξίδια».

(Γιάννης Παπακωνσταντίνου, «Ενθυμήματα»,   

εκδ. Λινός, τ.Α΄, Αθήνα 1985, σ.109-115).

εφημερίδα Συντακτών 23/10/2016

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2021


ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙ ΚΑΙ ΑΙ ΑΝΑΓΚΑΙ ΤΟΥ


Τα ζητήματα των χωριών μας θέλησε να αναδείξει, η πιο παλιά (της επαρχίας μας) ίσως εφημερίδα, " Η Φωνή της Γορτυνίας ",  κατά τα έτη 1935-1936. Τις ανάγκες και τα προβλήματα του χωριού μας ανέπτυξε με τον πιο γλαφυρό τρόπο ο Παν. Χ. Ροδόπουλος, που σε τρία συνεχόμενα φύλλα της εφημερίδας , έγραφε , ανέλυε, πρότεινε τα παρακάτω...












 













Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2021


( 1898 - 1959 )


  Κάνοντας βόλτα σε παλαιοπωλεία του Μοναστηρακίου, ψάχνονταςπαλιά βιβλία,  

έπεσε το μάτι μου σ’ ένα τεύχος «ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ» που ήταν ανοιχτό 

μάλιστα στη σελίδα που έγραφε: Ιωάννης Πανόπουλος 

και είχε και την φωτογραφία του.

Ώπα σκέφτομαι .... εδώ κάτι μου λέει




Ξημερώματα της Πέμπτης, 24ης τρέχοντος μηνός, πέθανε στο Μεγάλο Πεϋκο άπό καρδιακή προσβολή, ό τέως Αρχηγός της Άστυν. Πόλεων Ιωάννης Πανόπουλος.

Στο βιβλίο τής Άστυν. Πόλεων, προσετέθη μία ακόμη πένθιμη καί λυπητερή σελίδα. ’Έφυγε άπό κοντά μας μια ξεχωριστή άστυνομική φυσιογνωμία. Χάθηκε, τόσο ενωρίς, ένας υπέροχος κοινωνικός άνθρωπος. Τό κενό μεγάλο. 'Ο πόνος μας απερίγραπτος.

'Ο Ιωάννης Πανόπουλος, γεννήθηκε τήν 22αν Φεβρουάριου τοΰ 1898 στο Μοναστηράκι τής Γορτυνίας. Νεαρός ακόμη, πτυχιοϋχος τής Νομικής, κατετάγη εις τό Σώμα τής ’Αστυνομίας των Πόλεων μέ τον βαθμόν τοΰ 'Υπαστυνόμου Β' τήν 10-4-22. Ύπήρξεν άπό τά πρώτα στελέχη τοΰ Σώματος Άστυν. Πόλεων καί χάρις στις ίκανότητές του έσταδιοδρόμησε καί έφθασε τήν άνωτάτη βαθμίδα τοΰ Σώματος, προαχθείς εις ’Αρχηγόν. Τήν 26-4-51 έτοποθετήθη στή Γεν. Δ/νσι τής Άστυν. Πόλεων, όπου καί υπηρέτησε μέχρι τής έκ τοΰ Άστυν. Σώματος άποχώρήσεώς του, τό 1957.

Εύρύτατη έγκυκλοπαιδική μόρφωσις, άριστη έπαγγελματική ίκανότης, πλουσιώτατη υπηρεσιακή άπόδοσις, ίδιάζουσα διοικητική ίκανότης, υπήρξαν τά κύρια χαρακτηριστικά τής αστυνομικής σταδιοδρομίας τοΰ έκλιπόντος Άρχηγοΰ. Μέ ιδιαίτερες ικανότητες στά ζητήματα ’Ασφαλείας, παρέσχε σημαντικές υπηρεσίες στήν δίωξη τής έγκληματικότητος καί τοΰ κομμουνισμοΰ, πολλές φορές μέ κίνδυνον τής ζωής του. Φοίτησε έπί 6μηνον στο Έγκληματολογικό Ίνστιτοΰτο τής Βιέννης, σπουδάζοντας γραφολογία καί τά συναφή προς αυτήν θέματα.

Ό  ’Ιωάννης Πανόπουλος δέν ήτο αστυνομικός άπλοΰς. Ύπήρξεν ό άνθρωπος πού γεννήθηκε ώς άστυνομικός. Στο πρόσωπό του συνεδυάζοντο τά προσόντα τοΰ «μεγάλου λαγωνικοΰ», μέ τά προσόντα τοΰ οργανωτικού Διευθυντοΰ.  Ητο άστυνομικός μέ έπιστημονικήν μόρφωσιν, μέ ταχεΐαν άντίληψιν, δίκαιος, επιεικής, άλλά καί αύστηρός δταν έπρεπε. Ήτο ό άνθρωπος πού «έβλεπε καί άπό τά νώτα», όπως χαρακτηριστικά τον άπεκάλουν. Διεκρίνετο γιά τό ήθος του, τον χαρακτήρα του, τήν κοινωνική του παράσταση, τήν άξιοπρέπεια καί τήν συμπεριφορά του έν γένει, καθώς καί γιά τις κοινωνικές του σχέσεις. Ή  δράσις του υπήρξε, άληθινά,εξαιρετική.

Τιμήθηκε μέ πολλά μετάλλια καί παράσημα, καθώς καί μέ πολλές ηθικές καί υλικές άμοιβές.

Αύτός υπήρξε σε λίγες γραμμές, ό Αρχηγός ’Ιωάννης Πανόπουλος. Ακλόνητος στά εθνικά ιδεώδη καί πιστός στον όρκο του προς τήν Πατρίδα καί τήν Αστυνομίαν εΐδικώτερα, υπήρξε μιά σημαντική προσωπικότης. Ποτέ δέν λιποψύχησε.

’Αγωνιζόταν μέ αύτοθυσία στο πεδίο τών ιδανικών τής Ελλάδος καί πάντοτε ή δάφνη τής Νίκης στόλιζε τό πρόσωπό του.

Ή  νεκρώσιμη άκολουθία έψάλη τήν 11ην π.μ. ώραν τής 25-9-59 στον Μητροπολιτικό Ναό τών Αθηνών, τον όποιον, άπό νωρίς εϊχεν κατακλύσει πλήθος κόσμου. Παρέστησαν πολλοί επίσημοι, μεταξύ τών οποίων :

Ό  Αντιπρόεδρος τής Κυβερνήσεως κ. Κανελλόπουλος Παναγιώτης, έπί τών ’Εσωτερικών Υφυπουργός κ. Καλαντζής Εύάγ., οί τέως Υπουργοί κ.κ. Λυκουρέζος Παυσ. καί Μαύρος Γεώργ., ό Εΐσαγγελεύς τοΰ Άρείου Πάγου κ. Κιουσόπουλος,


ό Δήμαρχος ’Αθηναίων κ. Τσουκάλας ’Άγ ., ό Πρόεδρος τοΰ Δημοτικού Συμβουλίου ’Αθηνών κ. Κατσώτας Παυσαν., οί Δημοτικοί Σύμβουλοι κ.κ. Κανελλόπουλος Άν. καί Μαρκόπουλος Άβρ., οί ’Αρχηγοί των Σωμάτων ’Ασφαλείας καί Πυροσβεστικής 'Υπηρεσίας κ.κ. Μακρυνιώτης Γ., Κόκκινος Νικ. καί Μπουραντάς Νικ., ό τέως ’Αρχηγός τοΰ Πυροσβεστικού Σώματος Στρατηγός κ. Σπηλιωτόπουλος, οί τέως καί πρώην ’Αρχηγοί της Άστυν. Πόλεων κ.κ. Καλυβίτης, Σπόρου, Σαμπάνης, Κίννας καί Λεονταρίτης, ό ’Αντιστράτηγος κ. Βρεττός, ό τέως Βουλευτής κ. Γλύκας Μιχ., ό κ. Άθανασιάδης—Μποδοσάκης, ό Ναύαρχος έ.ά. κ. Λούντρας, ό ιδιοκτήτης καί Δ/ντής εφημερίδων κ. Λαμπράκης Χρ., ό Έπιθ/τής τοΰ Άστυν. Σώματος Άστυν. Δ/ντής α' κ. Νέρης Νικ., οί τέως Γεν. Δ/νταί τής Άστυν. Πόλεων κ.κ. Δασκαλάκης Ίω . καί Κάλλιας Δ., οί Γενικοί Δ/νταί των Σωμάτων ’Ασφαλείας παρά τώ 'Υφυπουργείο) ’Εσωτερικών κ.κ. Βαρδουλάκης Γ. 'Υποστράτηγος Χωροφυλακής καί ’Αρχιμανδρίτης Νικ. Άστυν. Δ/ντής α', οί τέως Άστυν. Δ/νταί α' κ.κ. Κουτσουμάρης, Τσαούσης Ν., ΙΊολιτόπουλος Σ., οί Άστυν. Δ/νταί ’Αθηνών καί Πειραιώς κ.κ. Καραμπέτσος Ε. καί Κορωνακος Δ., οί Άστυν. Δ/νταί α' κ.κ. Λιαρομάτης Γερ., Ζαγκλής Δ., Πουλικάκος Παντ., Καρανάσος Δ., ό Ύποδ/τής τής Γεν. ’Ασφαλείας ’Αθηνών Άστυν. Δ/ντής β' κ. Μπαρδόπουλος Π., ό Δ/ντής Ασφαλείας Πειραιώς Άστυν. Δ/ντής β' κ. Ταβουλάρης Άντ., οί Διοικητικοί Δ/νταί α' κ.κ. Τζηρίτης Κ., καί Άργυράκης Α., πολλοί Άστυν. Δ/νταί β' έν ένεργεία καί συντάξει, ό δικηγόρος κ. Πουλατζας καθώς έπίσης κατώτεροι άξιωματικοί τής Άστυν. Πόλεων καί Χωρ/κής καί διοικητικοί υπάλληλοι τής Αστυνομίας Πόλεων, καί άλλοι.

   ’Επικήδειους λόγους έξεφώνησαν, έκ μέρους τών φίλων του πολιτών, ό πολιτευτής Κολιαλέξης Θ. καί έκ μέρους τοΰ Άστυν. Σώματος ό Άστυν. Δ/ντής α' κ. Καθάρειος ’Απόστολος, ό όποιος ειπεν τά εξής:

«Τό Σώμα τής ’Αστυνομίας τών Πόλεων πενθεί σήμερον τον τέως ’Αρχηγόν του, Ίωάννην Πανόπουλον καί μέ καρδιά βαρυαλγή προσέρχεται ν’ άποτίση τον ύστατον φόρον τιμής προς αυτόν.

   ’Έπαυσε νά ύπάρχη μεταξύ μας μία έξαιρετική φυσιογνωμία, ένας χαλύβδινος χαρακτήρας, ένας υπέροχος πατριώτης, ένα δυνατό πνεύμα πού δεν μπόρεσε ν’ άντισταθή εις τον τόσον πρόωρο καί άδυσώπητο νόμο τοΰ θανάτου.

   Άπέθανεν ό ’Ιωάννης Πανόπουλος, άλλά τά ιδιαίτερα ήθικά του προσόντα, ή μόρφωσίς του, τό ακέραιον τοΰ χαρακτήρος του, ή έργατικότης του καί γενικώς ή ιδιαιτέρα μορφή τής προσωπικότητάς του, θά παραμείνωσι γιά πάντα στον άστυνομικό κόσμο καί ιδιαίτερα εις τά άνώτερα στελέχη του καί θ’ άποτελώσι δι' αυτά παραδείγματα μιμήσεώς.

  Έγεννήθη τό 1898 εις τό Μοναστηράκιον Γορτυνίας. Νεώτατος εισήλθεν εις τήν Αστυνομικήν Σχολήν Κερκύρας καί τυγχάνων πτυχιοΰχος τής Νομικής Σχολής, εξήλθεν τον ’Απρίλιον τοΰ 1922 έκ ταύτης, μέ τον βαθμόν τοΰ Ύπαστυνόμου Β' τάξεως. Ή  πρώτη τοποθέτησίς του έγένετο εις ’Αστυνομικήν Διεύθυνσιν Πατρών, ότε τό πρώτον έπεξετάθη εις τήν πόλιν ταύτην ό θεσμός τής Αστυνομίας. Ακολούθως ύπηρέτησεν καί εις τάς άλλας πόλεις άλληλοδιαδόχως όπου άνέλαβε καθήκοντα τό Αστυνομικόν Σώμα. 'Υπηρέτησεν εις πολλάς νευραλγικάς υπηρεσίας τής ’Αστυνομίας, κατά τό πλεϊστον όμως εις τάς τοιαύτας Ασφαλείας καί ’Αλλοδαπών, παρουσιάσας έξαιρετικά δείγματα άστυνομικής ίκανότητος, έργατικότητος, τιμιότητος καί εύθυκρισίας.

   Μέ τοιαΰτα έξαιρετικά προσόντα άνήλθεν έπαξίως όλους τούς βαθμούς τής ιεραρχίας τοΰ Αστυνομικού Σώματος προαχθείς εις Αρχηγόν καταλαβών τήν θέσιν τοΰ Γενικοΰ Διευθυντοΰ τής Αστυνομίας τοΰ Υφυπουργείου ’Εσωτερικών.

 Ό  αείμνηστος ’Ιωάννης Πανόπουλος, ήτο φυσιογνωμία μέ ΐδιάζουσαν διορατικότητα καί ιδιοφυίαν. Ή  σαφήνεια τών σκέψεών του καί ή ολοκληρωτική διερεύνησις τών υποθέσεων αίτινες τον άπησχόλουν τον έχαρακτήριζαν ιδιαιτέρως.

Ήτο 



δίκαιος, αύστηρός καί αμερόληπτος έν τη έκτελέσει των καθηκόντων του μή έπιδεχόμενος συμβιβασμούς. Παρείχε τον έαυτόν του παράδειγμα προς μίμησιν καί ήξίου άπό τούς υφισταμένους του να έφαρμόζωσι τάς άρχάς του. Κατά τό διάστημα της έν τώ Άστυνομικώ Σώματι υπηρεσίας του προσέφερε πλείστας καί έξαιρετικάς ύπηρεσίας εις τοϋτο καί την Πολιτείαν. Ή  άπαρίθμησις των ώς άνω υπηρεσιών του θά κατελάμβανεν πολλάς σελίδας. ’Ιδιαιτέρα ή συμβολή του είς την άνακάλυψιν καί σύλληψιν δραστών διαρρήξεων καί πλαστογράφων.

Μετέβη έπανειλημμένως καί είς τό Εξωτερικόν προς σύλληψιν επικινδύνων ληστών καί δραστών σοβαρών άξιοποίνων πράξεων. 'Η άνάμιξίς του είς την έξιχνίασιν της δολοφονίας τοϋ ’Αμερικανού δημοσιογράφου Πόλκ ήτο ούσιαστική καί χάρις είς τάς μεθοδικάς ένεργείας του έξιχνιάσθη αΰτη. 'Ο υπηρεσιακός του φάκελλος είναι πλήρης άπό έπαίνους καί άμοιβάς, διά την έξαίρετον έργατικότητα, έπαγγελματικήν ικανότητά του καί έν γένει άξιέπαινον υπηρεσιακήν του άπόδοσιν. Κατά τό διάστημα τής κατοχής έπέδειξεν άξιοθαύμαστον αύτοθυσίαν καί άκραιφνή πατριωτισμόν. Συμμετέσχεν ένεργώς μέ πραγματικόν κίνδυνον τής ζωής του, είς Πατριωτικάς άπελευθερωτικάς οργανώσεις καί προσέφερεν ΰψίστας υπηρεσίας είς τό ’Έθνος, άναγκασθείς τελικώς λόγω τής Πατριωτικής του δράσεως νά μεταβή είς Μ. ’Ανατολήν όπου καί εκεί έσυνέχισεν την ’Εθνικήν του άποστολήν ύπηρετήσας είς μίαν έκ τών σπουδαιοτέρων, κατά την πολεμικήν περίοδον, Ελληνικών 'Υπηρεσιών τού ’Εξωτερικού.

’Ιδιαιτέρως ύψίστην ’Εθνικήν υπηρεσίαν προσέφερεν είς τον τομέα διώξεως τού κομμουνισμού. 'Υπήρξεν αδυσώπητος διώκτης προς τούς ύπονομευτάς τής ’Εθνικής μας ’Ανεξαρτησίας. Μέ την διακρίνουσαν αύτόν άγχίνοιαν, μεθοδικότητα καί άστυνομικήν ικανότητα κατηύθυνε τά έντεταλμένα άστυνομικά όργανα διά τήν δίωξιν τών άναρχικών στοιχείων μέ άποτέλεσμα, τήν άνακάλυψιν καί σύλληψιν σημαντικού άριθμοΰ ήγετικών στελεχών τού Κ.Κ.Ε., βαρυνομένων μέ σωρείαν έγκληματικών πράξεων δι’ άς καί κατεδικάσθησαν, έξαρθρωθέντος τελείως τού κομμουνιστικού μηχανισμού έν τη Χώρα μας, ιδία διά τής τελευταίας άνακαλύψεως καί συλλήψεως κατασκοπευτικού δικτύου τού Κ.Κ.Ε. καί τής κατασχέσεως τών ύπ’ αυτού έπί σκοπώ κατασκοπίας λειτουργούντων έν Άθήναις ασυρμάτων του, προσενεγκών ουτω ύψίστην ’Εθνικήν υπηρεσίαν.

'Η Πολιτεία έκτιμώσα τάς Πατριωτικάς ύττηρεσίας τού Ίωάννου Πανοπούλου άπένειμεν είς τούτον πολλά μετάλλια καί παράσημα διά τάς προς αυτήν προσφερθείσας Έθνικάς υπηρεσίας του.

Τό ’Αστυνομικόν Σώμα ώς έλάχιστον δείγμα φόρου τιμής καί ευγνωμοσύνης διά τάς προσφερθείσας είς αύτό καί τήν Πολιτείαν υπηρεσίας του, άείμνηστε ’Ιωάννη Πανόπουλε δι’ εμού καταθέτει έπί τής σοροΰ σου τον στέφανον τούτον καί εύχεται όπως ή ’Αττική γή πού θά σέ σκεπάση σέ λίγο νά είναι έλαφρά καί ή μνήμη σου νά παραμείνη αιώνια».

Τής νεκρώσιμου πομπής προηγείτο Τμήμα τής Σχολής Άρχ/κων, άκολουθοΰσε ή Μουσική τής ’Αστυνομίας καί έν συνεχεία ή σορός τού μεταστάντος, μ’ όλα τά παράσημα καί μετάλλια καί τιμητική συνοδεία τεσσάρων ’Αστυνόμων, οί όποιοι καί κρατούσαν τις ταινίες. Τήν πομπήν έκλεινε έτερον τμήμα τής Σχολής ’ Αρχιφυλάκων.

Στέφανοι κατετέθησαν άρκετοί, μεταξύ τών οποίων τού 'Υφυπουργού έπί τών ’Εσωτερικών, τών ’Αρχηγείων Χωρ/κής καί Άστυν. Πόλεων, τού Ο.Φ.Α.,τοΰ κ. Τσαούση, τού κ. Μποδοσάκη, τού κ. Λαμπράκη κ.ά.

Τά «’Αστυνομικά Χρονικά» διερμηνεύοντας τά αισθήματα πένθους

ολοκλήρου τού Άστυν. Σώματος, υποβάλλουν είς τήν οικογένειαν καί τούς οικείους τού έκλιπόντος τά θερμά συλλυπητήρια καί εύχονται, όπως ό Κύριος, ό νεκρών καί ζώντων τήν έξουσίαν έχων, χαρίση σ’ αύτούς τήν έξ ύψους παρηγοριάν.

 

Αιώνια άς είναι ή μνήμη του καί τό χώμα τής ’Αττικής έλαφρό.