Κυριακή 21 Μαρτίου 2021

 

Οι Γορτύνιοι μοναχοί του Αγίου Όρους

γράφει ο συγχωριανός μας 
 ΠΑΝ. ΧΡΟΝ. ΡΟΔΟΠΟΥΛΟΣ  
(φοιτητής θεολογίας το 1936)


























το άρθρο αυτο δημοσιεύτηκε το 1935 
στην εφημ. "Φωνή της Γορτυνίας"

Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2021


Η Οδύσσεια ενός μικρομαυραγορίτη 



Ο Γιάννης Παπακωνσταντίνου ως μαυροσκούφης το 1943 - 44
 «ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ» 3τομο συγγραφικό έργο (Αθήνα 1985)

Mια από τις πιο ενδιαφέρουσες αυτοβιογραφικές αφηγήσεις Αθηναίου που ασχολήθηκε με τη μαύρη αγορά, περιέχεται στα απομνημονεύματα ενός μαυροσκούφη καπετάνιου του ΕΛΑΣ.
    Εθνικόφρων έμπορος ψιλικών στον Υμηττό προπολεμικά, αντάρτης με το ψευδώνυμο «Παπάρας» από τον Μάη του 1943 μέχρι τη Βάρκιζα και πολιτικός κρατούμενος κατόπιν για δυο δεκαετίες (1945 και 1947-1964), ο Γιάννης Παπακωνσταντίνου  περιγράφει καταλεπτώς την περιπέτειά του όταν προσπάθησε να φέρει τρόφιμα στην Αθήνα από τη γενέτειρά του στην Πελοπόννησο:
       «Στο μαγαζί είχα και άδεια καπνοπωλείου και από εκεί όταν είχε διανομή τσιγάρα, κατόρθωνα να κρατώ μια - δυο κούτες, να τις πουλώ “στη μαύρη αγορά” ανταλλαγή με ψωμί ή οτιδήποτε άλλο κι έτσι εξοικονομούσα λίγο ψωμάκι.
    Το μαγαζί ουσιαστικά το κρατούσε ο μικρός μου αδερφός κι εγώ άρχισα να κάνω ταξίδια “μαυραγορίτικα” για να μπορούμε να ζήσουμε.
Είναι απαραίτητη μια εξήγηση για τους “μαυραγορίτες”. Οι πραγματικοί μαυραγορίτες ήταν λίγοι, μετρημένοι στα δάχτυλα. Αυτοί, συνεργάζονταν με τους κατακτητές Ιταλούς και Γερμανούς, εφοδιασμένοι με άδειες, φόρτωναν αυτοκίνητα και τα φέρναν στην Αθήνα χωρίς να τους σταματάνε σε κανένα πόστο-μπλόκο. Ενώ οι άλλοι, οι χιλιάδες που πήραν τον τίτλο του “μαυραγορίτη”, αυτοί είναι οι αφανείς ήρωες για την επιβίωση. Πόσοι πήραν τη ραπτομηχανή τους ή τα προικιά της κόρης τους και τα πήγαν σε κάποιο χωριό για να ανταλλάξουν με λίγο στάρι ή λάδι για την οικογένειά τους και τους τα πήραν μετά στο δρόμο της επιστροφής από λίγα - λίγα ή και όλα μαζεμένα στα πόστα μπλόκα οι καταχτητές!
    Επειδή δεν είμαι ούτε λογοτέχνης ούτε ιστορικός, θα πω μονάχα ξερά γεγονότα - όπως τα θυμάμαι - εκείνα που εγώ έπαθα σαν “μαυραγορίτης”. Αλλοι έπαθαν πολύ περισσότερα και χειρότερα από μένα.
Το Δεκέμβρη του 1941 πήγα στο χωριό μου [Μοναστηράκι Γορτυνίας] για να φέρω τρόφιμα.     Ο πατέρας μου και ο αδερφός μου Θόδωρος μου είχαν γράψει ότι στο χωριό “έχουν πέραση” - που μπορείς να τα ανταλλάξεις με τρόφιμα - τα τσιγάρα, το κινίνο, οι κουβαρίστρες και λιγότερο τα πουκάμισα, σακάκια, κάλτσες κ.λπ.. Φορτώθηκα λοιπόν τρεις βαλίτσες με διάφορα τέτοια πράγματα και πάω για το χωριό. Σιδηροδρομικώς φθάνω στον Πύργο χωρίς κανένα επεισόδιο. Στον Πύργο με περίμενε ο αδερφός μου Θόδωρος με το άλογό μας.
    Την άλλη μέρα ξεκινήσαμε νύχτα για το χωριό που απέχει πάνω από 50 χιλιόμετρα. Φθάνοντας στο Κρεκούκι (Πελόπιο), υπήρχε ιταλικό πόστο - μπλόκο. Μας κατεβάζουν τις βαλίτσες και μας κάνουν έρευνα. Μου πήραν περίπου τις μισές κούτες τσιγάρα και αρκετές δωδεκάδες κουβαρίστρες. Πήγα να διαμαρτυρηθώ, οι Ιταλοί αγρίεψαν και ο διερμηνέας που είχαν - που οπωσδήποτε συνεργαζόταν μαζί τους - μου λέει: “Μάζωτα τ’ άλλα και φύγε γιατί αλλιώς θα σε σπάσουν στο ξύλο αν δεν σε κλείσουν μέσα ή δεν σε σκοτώσουν”. Τι να κάνω; Εκανα την ανάγκη φιλοτιμία, όσο και αν έβραζα από μέσα μου και τα μάζεψα και φύγαμε.
    Με τα υπόλοιπα εμπορεύματα φθάσαμε στο χωριό. Γύρισα στο χωριό και στα γύρω χωριά και έκανα μερικές ανταλλαγές. Μάζεψα λάδι, όσπρια, στάρι, καλαμπόκι και με τα τρόφιμα που μου δώσαν οι γονείς μου, βασικά μου φτιάξαν μια δεκαριά οκάδες παξιμάδια [με] λίγο τυρί, τα φορτώσαμε στα δυο ζώα, το άλογο και ένα γαϊδούρι που είχαμε, και ξεκινήσαμε για τον Πύργο».

Στον δρόμο, η χωροφυλακή του Λάλα κατάσχει τα δυο φορτία.
    «Πάω στο Πελόπιο, βρίσκω το Μοίραρχο. Του λέω την παραγγελία της ξαδέρφης του και του λέω τι συνέβη. Μου δίνει ένα σημείωμα για τον Νωματάρχη - σταθμάρχη στου Λάλα και γυρίζω πίσω. [...] Πάω στο σταθμό χωροφυλακής και διαμαρτύρομαι. Ο Νωματάρχης με ρωτάει πούθε είμαι, πού τα βρήκα και πού πηγαίνω τα πράγματα. Του δίνω το σημείωμα του Διοικητή του. Τα πράγματα αμέσως άλλαξαν. Αμέσως λέει σε ένα χωροφύλακα να με βοηθήσει να φορτώσω τα πράγματα και μου ζήτησε συγνώμη για τα διατρέξαντα. Φόρτωσα και τα δυο ζώα και ξεκίνησα.
    Την άλλη μέρα στον Πύργο, διαπίστωσα ότι τα παξιμάδια και τα όσπρια είχαν “ξαφριστεί”. Τι να κάνουμε; Δυστυχώς δεν είχαμε μονάχα τους κατακτητές, είχαμε και τους ασυνείδητους Ελληνες. Τι θα γινόταν αν δεν τύχαινε να έχω γνωριστεί με τον Μοίραρχο;».
Μια βόλτα στον Πύργο κατέληξε σε εξευτελιστικό δημόσιο χαστούκισμα από τους φρουρούς του ιταλικού Φρουραρχείου, ώσπου να συμμορφωθεί με την απαίτησή τους να χαιρετήσει φασιστικά.
Εξίσου επώδυνο θ’ αποδειχθεί 
όμως και το ταξίδι της επιστροφής:

    «Πήγα στο μανάβικο και βρήκα τον μπάρμπα μου. Μου είπε ότι ένας επιθεωρητής σιδηροδρομικός, αν του δώσω 6 οκάδες όσπρια, αναλάμβανε να μου ανεβάσει στο οτομοτρίς ένα τσουβάλι με 30 οκάδες ρεβύθια που είχα και 2 δοχεία με λάδι. Τις 3 βαλίτσες που είχα τις δικαιούμουνα να τις πάρω. Δέχτηκα: έδωσα τις 6 οκάδες τα όσπρια, πήρα μαζί μου τις 3 βαλίτσες και ανέβηκα, ύστερα από αυστηρό έλεγχο των Ιταλών, στο οτομοτρίς. Υστερα από λίγο, από την άλλη πόρτα, ένας αχθοφόρος μου φέρνει τα 2 δοχεία το λάδι και μου λέει ότι το τσουβάλι με τα ρεβύθια τα έχει βάλει μπροστά στο μηχανοστάσιο και να το ζητήσω από τον οδηγό να το πάρω στην Αθήνα.
    Όταν αργά έφθασα στην Αθήνα και πήγα στο μηχανοστάσιο και ζήτησα το τσουβάλι με τα ρεβύθια, 3 άνδρες που ήταν στο μηχανοστάσιο γέλαγαν μαζί μου! Τους είπα ότι στον Πύργο το φόρτωσε ο επιθεωρητής τάδε - δυστυχώς δε θυμάμαι το όνομά του. Μου είπαν ότι αυτοί ανέλαβαν υπηρεσία από την Πάτρα και δεν ξέρουν τίποτα. Κι έτσι, πάνε τα ρεβύθια και τα είχα κουβαλήσει στον ώμο από το Βελημάχι στο Μοναστηράκι!
    Τι βγήκε λοιπόν από τη “μαύρη αγορά” που έκανα; Τι κέρδισα; Μου πήραν οι Ιταλοί τσιγάρα και κουβαρίστρες. Μου πήραν οι χωροφύλακες παξιμάδια και όσπρια, πλήρωσα τον επιθεωρητή για να με βοηθήσει να ανεβάσω δήθεν τα πράγματα στο οτομοτρίς και έγινε αφορμή να χάσω το τσουβάλι με τα ρεβύθια. Γιατί δεν ξέρω αν το έφαγαν οι μηχανοδηγοί ή το τσουβάλι δεν μπήκε καθόλου στην αυτοκινητάμαξα. Κι από πάνω έφαγα και ξύλο και μ’ ανάγκασαν να χαιρετίσω και φασιστικά. Ετσι, με αυτά που τράβηξα, πήρα την απόφαση να μην ξαναπάω σε τόσο μακρινά ταξίδια».

(Γιάννης Παπακωνσταντίνου, «Ενθυμήματα»,   

εκδ. Λινός, τ.Α΄, Αθήνα 1985, σ.109-115).

εφημερίδα Συντακτών 23/10/2016

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2021


ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙ ΚΑΙ ΑΙ ΑΝΑΓΚΑΙ ΤΟΥ


Τα ζητήματα των χωριών μας θέλησε να αναδείξει, η πιο παλιά (της επαρχίας μας) ίσως εφημερίδα, " Η Φωνή της Γορτυνίας ",  κατά τα έτη 1935-1936. Τις ανάγκες και τα προβλήματα του χωριού μας ανέπτυξε με τον πιο γλαφυρό τρόπο ο Παν. Χ. Ροδόπουλος, που σε τρία συνεχόμενα φύλλα της εφημερίδας , έγραφε , ανέλυε, πρότεινε τα παρακάτω...