Τα λιοτρίβια του περασμένου αιώνα
Τρία λιοτρίβια λειτουργούσαν στο χωριό μας :
α) του Φλέσσα β) του Πανόπουλου και γ) του Ροδόπουλου
Τα παλιά ελαιοτριβεία ήταν εξ ολοκλήρου χειροκίνητα και αλογοκίνητα (ή και μουλαροκίνητα) .
Αλογοκίνητο
ήταν το «λιθάρι» που συρόταν από το άλογο γύρω - γύρω, όπως στο μαγκανοπήγαδο
κι έσπαζε τις ελιές.
Χειροκίνητο
ήταν το πιεστήριο, που το δούλευαν άνθρωποι, γυρίζοντας πέρα - δώθε ένα
κυπαρισσόκορμο.
Το
πιεστήριο συνδεόταν με έναν όρθιο περιστρεφόμενο άξονα, τον «εργάτη», που
ολόγυρά του τυλίγονταν και ξετυλίγονταν ένα χοντρό καραβόσκοινο με το «βίντζι».
Το βίντζι, συνδεόταν με τον κυπαρισσόκορμο του πιεστηρίου για να το κατεβάζει
και να αυξάνει τη πίεση.
Αργότερα
τα πιεστήρια έγιναν υδραυλικά και καταργήθηκε ο «εργάτης» και οι εργάτες που
δούλευαν σ’ αυτόν.
Πιο αργότερα καταργήθηκαν και τα άλογα, γιατί
ήρθαν οι πετρελαιομηχανές και κινούσαν αυτές τα λιθάρια. Με τον καιρό η όλη εγκατάσταση
και λειτουργία των λιοτριβιών άλλαξε και το λιοτρίβι πήρε το όνομα εργοστάσιο
και όλα γίνονταν πιο γρήγορα, πιο καλά, πιο καθαρά και πιο άκοπα για τους
εργάτες και για τους ίδιους τους παραγωγούς.
Ας δούμε πως γινόταν η λειτουργία χειροκίνητων
και αλογοκίνητων ελαιοτριβείων;
Μπαίνοντας
μέσα, δεξιά ή αριστερά ήταν το «παχνί» όπου στεκόταν και ξεκουραζόταν και
έτρωγε το άλογο.
Στην άλλη
πλευρά - γωνία ήταν μία ή δύο ή τρεις θέσεις - βραγιές - επί του εδάφους που
ρίχνονταν ο ελαιόκαρπος σε σωρούς.
Σε ντάνες
από τσουβάλια, χώριζαν τον καρπό του ενός νοικοκύρη από τον καρπό του άλλου.
Στη μέση
του λιοτριβιού (όλου του χώρου - αποθήκης) ήταν ένα ψηλό λιθόχτιστο αλώνι
πλακοστρωμένο, ελαφρά γυρτό προς τα μέσα, αλλά στο κέντρο επίπεδο για να
γυρίζει το λιθάρι. Επειδή πάνω σ’ αυτό το πέτρινο αλώνι γύριζε το λιθάρι, όλο
το τμήμα αυτό του λιοτριβιού λεγόταν «λιθάρι». Στη μέση αυτού του αλωνιού
υψωνόταν όρθιος ένας άξονας και από αυτόν ένας άλλος κάθετα (οριζόντια) αυτού,
που έμπαινε στο κέντρο του κυκλικού λιθαριού.
Ο
τελευταίος άξονας προχωρούσε γυρτός και έβγαινε έξω από την περιφέρεια του
αλωνιού. Εκεί έστεκε το άλογο, όπου με μια λαιμαριά και τα ανάλογα λουριά το
έδεναν στο «λιθάρι».
Όταν
ερχόταν η ώρα να αλέσει το λιθάρι, ο αλογάτορας έβαζε τον καρπό επάνω στο αλώνι
γύρω - γύρω στη γυρτή προς τα μέσα επιφάνειά του.
Για να γίνει καλύτερη και γρήγορη η σύνθλιψη του καρπού, έπρεπε το άλογο να
τρέχει και εδώ ακριβώς ήταν η γραφικότητα του λιοτριβιού που ξετρέλαινε τα
παιδιά. Ο αλογάτορας βίτσιαζε και χούγιαζε το άλογο να τρέχει, περνούσε τη
βίτσια πίσω στο σβέρκο του ή στο ζουνάρι του, για να λευτερώσει τα χέρια του,
κι άρπαζε το φτυάρι για να «ταΐζει» το λιθάρι. Έδινε μια βιτσιά στο άλογό του, κι αυτός από πίσω
τρέχοντας με το φτυάρι στο χέρι έριχνε λίγο - λίγο τον καρπό μπροστά στο λιθάρι
,στην επίπεδη επιφάνια του αλωνιού.
Όταν όλος
ο καρπός ριχνόταν στο λιθάρι, συνθλιβόταν καλά και γινόταν «πολτός». Πίσω από
την θέση του «λιθαριού», ή στην άλλη πλευρά του λιοτριβιού, ήταν τα υπόλοιπα
τμήματα: δεξιά ή αριστερά ήταν η φωτιά με το μεγάλο καζάνι για το «θερμό»,
απαραίτητο για το μεγάλο καθάρισμα του λαδιού. Εκεί καίγονταν τεράστια κούτσουρα.
Πρέπει να
τονίσουμε ότι τα δύο γραφικότερα σημεία του λιοτριβιού ήταν το «λιθάρι» και ο
«εργάτης».
Όλη η διαδικασία
συνεχιζόταν από την αρχή, ώσπου τελείωνε ο καρπός του νοικοκύρη για να γίνει ο
«μέτρος» από τον «καραβοκύρη».
Επειδή τούτο γινόταν σε απρόβλεπτη ώρα, μέρα ή νύχτα, και έπρεπε στη
συνέχεια να ρίξει άλλος νοικοκύρης τον καρπό του, έβγαινε στη πόρτα του
λιοτριβιού ένας εργάτης με ένα χωνί στο στόμα και καλούσε το νοικοκύρη που
τέλειωσε ο καρπός για το «μέτρο» και τον επόμενο για να παραβρεθεί στο ρίξιμο
του δικού του καρπού (αυτό ήταν και μια έμμεση ειδοποίηση για να φέρει την «τσίτσα»
με το κρασί, σύκα, καρύδια, χαλβά και ότι άλλο καλύτερο είχε η νοικοκυρά, για
αρχή βέβαια και στη συνέχεια θα έφερνε κόκκορα για φαγητό».
Επικεφαλής της όλης εργασίας του λιοτριβιού ήταν ο
«καραβοκύρης» που πιθανόν να είχε αυτό το όνομα από το «καραβοκύρης» του καραβιού, ο αρχηγός, ο καπετάνιος.
Έπρεπε να είναι άνθρωπος της εμπιστοσύνης του ιδιοκτήτη, να ξέρει να μιλάει
καλά και πειστικά στους πελάτες, να ξέρει λίγο να... «κλέβει» για λογαριασμό
του αφεντικού και να ξέρει να τους ευχαριστεί όλους.
Η όλη
διαδικασία της ελαιοπαραγωγής τελείωνε με τη μεταφορά του λαδιού με λαδούσες στο
«ντεπόζιτο» του σπιτιού, που περίμενε καθαρό να δεχτεί τη νέα σοδειά. Η χαρά
του οικογενειάρχη, και των άλλων μελών, ήταν μεγάλη. Ένιωθε πολλή σιγουριά και
ζεστασιά, όταν έβλεπε το σπίτι του γεμάτο
λάδι. Γιατί το λάδι τρώγεται ατόφιο, δεν είναι σαν τη σταφίδα και τα σύκα. Και
τρώγεται αλλά και φώτιζε παλιά. Όποιος είχε το λάδι του και το ψωμάκι του, είχε
τα βασικά, δε φοβόταν.
Έπειτα
τα αγροτικά σπίτια, τότε, είχαν και κάτι άλλο: το παστό τους, το τυρί τους, τις
κότες τους, τα λάχανά τους κλπ. Γι’ αυτό η καλή παραγωγή λαδιού έκλεινε και χαιρετιζόταν
και με τις περίφημες «τηγανίτες» που τρώγονταν με ζάχαρη ή μέλι ή και πετιμέζι
και ήταν των παιδιών η μεγάλη γιορτή, αλλά και των μεγάλων απαραίτητο έθιμο για
«καλή χρονιά» και για καλύτερη σοδειά του χρόνου.
Η διαφορά του συγκεκριμένου ελαιουργείου από τα σύγχρονα έχει να κάνει αποκλειστικά με την ποιότητα του παραγόμενου ελαιολάδου. Παράγεται η καλύτερη ποιότητα γιατί δεν υπάρχουν τριβές, η θερμοκρασία δεν είναι μεγάλη και έτσι δεν καταστρέφονται τα ωφέλιμα του λαδιού, που είναι οι βιταμίνες Ε και όλα τα άλλα ιχνοστοιχεία.
φωτογραφίες : στη Ζάβετη το 1998
(Πηγή: http://meropitopik.blogspot.com).