Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2018

Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα


Να τα πούμε; Χρόνια Πολλά !!!!


"Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, 
ψηλή μου δεντρολιβανιά......"







💗Χρόνια Πολλά 🎅 Καλή Χρονιά💗
💝 🎅🎁🎉🎀 2025 🎀🎉🎁🎅 💝




Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2018

Να τα πούμε;

                                                                           Να τα πούμε;



Χριστουγεννιάτικα κάλαντα

Καλήν ημέραν άρχοντες,
αν είναι ορισμός σας,
Χριστού την θείαν Γέννησιν
να πω στ' αρχοντικό σας.

Χριστός γεννάται σήμερον
εν Βηθλεέμ τη πόλει.
Οι ουρανοί αγάλλονται
χαίρει η κτήσις όλη.

Εν τω σπηλαίω τίκτεται
εν φάτνη των αλόγων
ο Βασιλεύς των ουρανών
και Ποιητής των όλων.





Τα Κάλαντα των  Μοναστηρακιωτών Γορτυνίας

Καλήν ημέραν Άρχοντες, 

του Μοναστηρακίου τα παιδιά βγήκαν για να σας ευχηθούνε
 και τα κάλαντα να πούνε. 
Χριστός γεννάται σήμερον
έρχεται στο σπιτικό μας και μας γεμίζει με υγεία
 και απ’ το μόχθο μόνο οφέλη.

    Κι ο Άγιος Bασίλης ξεκινά στην Ψιλη - Ράχη μας ροβολά
και πάει στο Μοναστηράκι, φως να φέρει να διώξει το σκοτάδι.
    Γράφει για το Μοναστηράκι μας, της Γορτυνίας το καμάρι μας
ότι για πάντα θε να ζήσει, και για πάντα να ευτυχήσει 
και το Μοναστηράκι να ανθεί και πάντα να ευημερεί να ζει, 
να ζει να βασιλεύει κι ο κόσμος όλος να το παινεύει.
Και μέσα σ’ όλες τις ευχές, βάλτε άλλες χίλιες δικές μου γκαρδιακές.



    Τα τελευταία χρόνια έκανα Χριστούγεννα στο χωριό. Εκεί είναι όλα πιο απλά. Δεν έχει λαμπερά μαγαζιά, φώτα, βιτρίνες και ρεκλάμες, βουητά και πολυκοσμία. Λείπουν όλα αυτά τα «καλά» των αστικών κέντρων, όλα αυτά που θέλουμε καμιά 100στί χιλιόμετρα να τα βρούμε, αλλά «ευτυχώς» δεν μας τα στερεί η πανταχού παρούσα Τ.V.     
Ο κόσμος του χωριού είναι λιγοστός, άδειοι οι δρόμοι, η πλατεία, το σχολείο. 
Λίγα και τα παιδιά που λένε τα κάλαντα, τα αυτοκίνητα επίσης σπανίζουν, επισκέπτες μετρημένοι.
.................................................................................
Γυρίζω αρκετά χρόνια πίσω και αναπολώ … ….............................................................................
    Εκείνη τη χρονιά ο ξάδερφός μου ο Αγγελής και εγώ είχαμε μεγάλα σχέδια για τα κάλαντα. Είχαμε κάνει ήδη οκτώ και πλέον χρόνια καλαντοψαλσίματος ο καθένας μας, σ’ όλα τα είδη καλάντων, Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς, Φώτων, και θεωρούσαμε τους εαυτούς μας από τους πλέον πεπειραμένους του είδους. 
Ξέραμε τα στενοσόκακα του χωριού απέξω κι ανακατωτά, ξέραμε τα σκυλιά και τα κουτάβια που θα μας έπαιρναν παραμάζεμα έτσι και πλησιάζαμε στη γειτονιά τους, είχαμε προσδιορίσει πότε ξύπναγε η κάθε σπιτονοικοκυρά για να πάμε πρώτοι να της ζητήσουμε να της πούμε τα κάλαντα, ξέραμε τα σπίτια που θα ξαπόστελναν λέγοντας «τα είπανε, τα είπανε» έστω κι αν γνωρίζαμε πολύ καλά ότι δεν τα είχε πει κανένας και ότι εμείς ήμαστε οι πρώτοι που κτυπούσαμε την πόρτα και, τέλος, ξέραμε και το τι θα μας έδινε ο κάθε νοικοκύρης για τον κόπο μας.
  -  Ο τάδε θα μας δώσει ένα πενηνταράκι, η δείνα δυο δεκάρες και από έναν κουραμπιέ. Σύνολον δραχμαί εξήντα, τριάντα για τον καθένα μας, το οποίον, δηλαδή, μεταφράζεται σε καμιά εικοσαριά καραμέλες γάλακτος από τον μπάρμπα-Θανάση, πέντε-έξι κομμάτια μπακλαβά από τη θειά - Πόπη και τα υπόλοιπα στον κουμπαρά για καμιά ώρα ανάγκης. Ανάλυση πλήρης και εμπεριστατωμένη.
Να την βλέπουν οι σημερινοί οικονομολόγοι και να τους κόβεται ο βήχας.
    Έχοντας όλα τα ανωτέρω υπόψη και βλέποντας τα πρώτα χρόνια της εφηβείας να πλησιάζουν αμείλικτα, υπενθυμίζοντάς μας ότι τα παιδιαρίσματα με τα κάλαντα και τα τέτοια θα έπρεπε να τελειώσουν σύντομα, θα έπρεπε, το λοιπόν, στη δύση της καλαντοψαλτικής μας σταδιοδρομίας, να κάνουμε κάτι το πρωτότυπο Κάτι το εντυπωσιακό! Κάτι που θα άφηνε ανεξίτηλο το πέρασμά μας από τα καλαντικά δρώμενα του Μοναστηρακίου και θα απόπνεε δέος και σεβασμό στις επόμενες γενιές των Μοναστηραίων.
 -Ρε ξέρεις ποιοι ήτανε αυτοί; να λένε. Μεγάλοι και τρανοί! Τσίφτηδες και καραμπουζουκλήδες. Καλαντοψάλτες με τα όλα τους.
  Εν πρώτοις σκεφτήκαμε ότι πρέπει να αλλάξουμε ρεπερτόριο. Δεν μπορεί, είπαμε, να λέμε κάθε χρονιά τα ίδια και τα ίδια. Μας έχει βαρεθεί ο κόσμος. Εδώ ένα κούρεμα κάνεις και αυτό θα πρέπει να το αλλάζεις χρονιά με τη χρονιά για να είσαι ωραίος και μοντέρνος.
Όχι τα κάλαντα.
Χώρια που τα κάλαντα, έτσι όπως τα λέγαμε στο χωριό, ήτανε και ολίγον μονόχνοτα και σου ερχότανε να κοιμηθείς, 
ανεξάρτητα από το τι προσπάθεια κατέβαλαν οι καλαντοψάλτες. Δεν είχανε, ρε παιδί μου, έτσι κάτι το ωραίο, το τσαχπίνικο, για να συγκινούνται οι καρδιές και να πέφτουνε τα πενηνταράκια. 
Πώς να το κάνουμε. 
   Αποφασίσαμε, το λοιπόν, να τα αλλάξουμε και αντί να πούμε τα δικά μας τα ντόπια, να πούμε τα «Αθηνιώτικα» που ήτανε και της μόδας εκείνη την εποχή. Μην κοιτάτε τώρα που αλλάξανε τα πράγματα και τα ντόπια κάλαντα προτιμούνται.
Μετά την ανωτέρω ριζοσπαστική απόφαση, σπάγαμε το κεφάλι μας τι άλλο θα μπορούσαμε να κάνουμε.
 - Να πάρουμε μαζί μας και ένα καραβάκι, είπα εγώ. Είναι Ελληνικό σύμβολο και θα εντυπωσιάζουμε. Το λέει και η δασκάλα.
- Σώπα ρε, μου λέει ο Αγγελής, που θα κουβαλάμε τώρα καράβια. Θα μας πάρουν στο ψιλό τα παιδιά. Τρίγωνα θα έχουμε.
- Τρίγωνα;
- Τι είναι τα τρίγωνα; του λέω εγώ
- Να είναι κάτι σιδεράκια, που ντάγκα-ντάγκα τα βαρούνε τα παιδιά και λένε τα κάλαντα. Έτσι το κάνουν στην Αθήνα.
- Ναι, αλλά εμείς δεν έχουμε τέτοια, ούτε που ξέρουμε πώς να τα βαράμε.
- Ρε ας τα φτιάξουμε, λέει ο Αγγελής, και θα δούμε πως θα τα βαράμε.
    Με τα έτσι, με τα αλλιώς, με έπεισε ο ξάδερφός μου να υιοθετήσουμε την ιδέα των τριγώνων και να αφήσουμε τα καράβια και τα τέτοια στην πάντα. Πέσαμε, το λοιπόν, με τα μούτρα στη δουλειά. Βρήκαμε κάτι σκουριασμένες σιδερόβεργες πίσω από ένα φράκτη, τις λυγίσαμε σιδερόβεργες ώστε να πάρουν τριγωνικό  και να ‘μαστε έτοιμοι να τα δοκιμάσουμε.
Τάκα-τάκα-τοκ, τάκα-τάκα-τοκ, τζίφος η υπόθεση. Ο ήχος που έβγαινε ήταν ξερός και κούφιος. Καμία σχέση με τον μελωδικό ήχο των τριγώνων που ακούγαμε στο ραδιόφωνο.
 - Να ρε, μου λέει ο Αγγελής , φταίει που τα βαστάμε με τα χέρια. Πρέπει να τα κρατάμε κρεμασμένα με σπάγκο ή με σύρμα. Βρίσκουμε κάμποση κοκκινο-κλωστή από ένα μασούρι που είχε για τον αργαλειό η μάννα, κόβουμε κάμποση από αυτήν, φτιάχνουμε θηλιές από τις οποίες θα κρατούσαμε κρεμασμένα τα τρίγωνα όταν θα τα κτυπούσαμε και να ‘μαστε έτοιμοι να ξαναδοκιμάσουμε τα έργα μας.
Ντάγκα-ντάγκα -νταγκ, ντάγκα-ντάγκα-νταγκ, καλύτερα μεν από πριν αλλά δεν μπορούσαμε να πούμε ότι ήμαστε ικανοποιημένοι. Τι να φταίει, τι να φταίει;
- Λες να φταίει το σίδερο; λέει ο Αγγελής, Έχει ένα κιλό σκουριά επάνω.
- Τι να σου πω, του λέω εγώ. Πού να ξέρω. Μπορεί…Ψάξε από δω, ψάξε από κει, δοκιμή στη δοκιμή, τελικά καταλήξαμε ότι θα έπρεπε να έφταιγε το ότι τα τρίγωνα δεν θα έπρεπε να είναι τελείως κλειστά, αλλά θα έπρεπε, το ένα άκρο τους να είναι ελεύθερο για να μπορεί να πάλλεται ανεμπόδιστα. Πιάσε το κοπίδι, φέρε το σφυρί, κόψε από δω, κοπάνα από κει, να σου το νέο μοντέλο έτοιμο.
Νταν-νταν-ντάν, νταν-νταν-ντάν, ντα-ντα-ντα-ντα-ντα-ντα-ντάννννν!
- Μεγάλε, αυτό ήτανε! Τα καταφέραμε! Μου λέει με ενθουσιασμό ο Αγγελής. Πράγματι, ο ήχος έβγαινε γλυκός, μελωδικός και κρυστάλλινος.

 Τώρα είμαστε έτοιμοι να βγούμε για τα κάλαντα.


  Την παραμονή των Χριστουγέννων δεν με έπαιρνε ο ύπνος. Με αγωνία πεταγόμουνα κάθε τόσο από το κρεβάτι για να κοιτάξω τι ώρα ήτανε. Φοβόμουνα βλέπετε μήπως και δεν με ξυπνήσει η μάννα μου και με πάρει ο ύπνος. Τελικά, κατά τις πέντε η ώρα το πρωί πάνω που μ’ έπαιρνε ο ύπνος, με σκούντηξε η μάννα μου, ετοιμάστηκα στο άψε-σβήσε, πήρα το τρίγωνο και βγήκα στο δρόμο για να πάω στο σπίτι του Αγγελή απ’ όπου θα ξεκινούσαμε για τα κάλαντα. Θα έπρεπε, λέει, να περάσουμε πρώτα από τα σπίτια που οι τσοπάνηδες θα έφευγαν νωρίς για τα μαντριά, μετά στα υπόλοιπα.. Όταν έφθασα στο σπίτι του Αγγελή, είδα τα φώτα αναμμένα.
- Έτοιμος; του λέω 
- Έτοιμος, μου λέει. 
- Φύγαμε, του λέω, και ξεχυθήκαμε στους δρόμους.
Ο ουρανός ήταν κατά-ξάστερος. Τα αστέρια λαμπύριζαν και τρεμόσβηναν μαγευτικά. Το κρύο ήταν τσουχτερό. Αυτό όμως ήτανε το τελευταίο που μας ένοιαζε εκείνη τη στιγμή. Είχαμε φάει ξεροπαγωνιές και ξεπαγιάσματα για τα κάλαντα που να σου φεύγουν τα σαγόνια από το τουρτούρισμα.
  Περπατούσαμε σαν τα αγρίμια στους σκοτεινούς δρόμους κοιτάζοντας με βουλιμία γύρω μπας και δούμε κανα σπίτι με φως. - Να η θεια-Σοφιά, έχει ξυπνήσει, λέει ο Αγγελής.
- Πάμε να της τα πούμε, λέω εγώ. Ταπα-ταπα-ταπα το ποδοβολητό στις σκάλες, τοκ-τοκ-τοκ-τοκ, το βρόντημα στην πόρτα.
- Να τα πούμε, είπαμε με μια φωνή.
Η πόρτα άνοιξε νωχελικά και η επιβλητική φιγούρα της θειάς προέβαλε στην πόρτα.
- Να τα πείτε; Άντε να τα πείτε, μιας και που ήρθατε, είπε με ύφος αποσβολωτικό η θεια.
Ντιν-ντιν-ντιν-ντιν-καλήν-ημέρα-άρχοντες,-αν-εί-αν-είναι-ορισμο-ός σας…
Γέμισε η γειτονιά και ο νυκτερινός ουρανός από τις φωνές μας και τον ήχο των τριγώνων.
- Χρόνια πολλά και του χρόνου θεια, είπαμε τελειώνοντας.
- Και του χρόνου παιδάκια μου, είπε η θεια και μας φίλεψε. Φύγαμε περιχαρείς για το επόμενο σπίτι.
   Εκείνο το πρωινό γυρίσαμε πολλά σπίτια. Σε άλλα μας υποδεχόντουσαν χαρωπά και μας άφηναν να πούμε τα κάλαντα, σε άλλα μας απόδιωχναν. Τελειώσαμε τη γύρα γύρω στις εννέα (9) η ώρα το πρωί.
Τα φιλοδωρήματα και τα φιλέματα που μαζέψαμε ήταν υπερ-αρκετά. Αισθανόμαστε πολύ ευχαριστημένοι και ικανοποιημένοι.
Έτσι, με τρίγωνα και με χαρές αποχαιρετίσαμε την ενεργό συμμετοχή μας στα κάλαντα. 
Από τότε έχουν περάσει χρόνια πολλά.
Διάφορες μόδες και νεωτερισμοί έχουν δοκιμαστεί κατά καιρούς από μικρούς και μεγάλους. Τα τρίγωνα και τα «Αθηνιώτικα» κάλαντα
έχουν γίνει πιο συχνά στο Μοναστηράκι. Τα λιγοστά παιδιά εξακολουθούν να περιδιαβαίνουν τις γειτονιές του χωριού τις παραμονές
των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.. Είναι μάλιστα μόνο παιδιά επισκεπτών, που οι νοικοκυραίοι τα παρακαλούν να περάσουν από το σπίτι
τους και να πουν τα κάλαντα. Και είναι τόσο κρίμα διότι η εμπειρία του «καλαντοψαλσίματος» είναι τόσο συναρπαστική και τόσο ενδιαφέρουσα, έτσι ώστε να αφήνει ανεξίτηλες μνήμες σε όσους τη βιώνουν. 

Καλές Γιορτές και Καλή  χρονιά.

πρώτη δημοσίευση: 
Δεκέμβριος 2008 
στα "νέα του Μοναστηρακίου"

Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2018


Το σπίτι που γεννήθηκα, 

μου το πήραν και αυτό τελικά. 


Ήταν ότι μου απέμεινε!!!



      Μου το πήρατε τελικά! Φοβερό κατόρθωμα και ακρογωνιαίος λίθος της λύσης του προβλήματος της Ελληνικής οικονομίας. Σε καλή μεριά, μόνο που δεν είμαι σίγουρος ότι κερδίσατε κάτι ή προσθέσατε ακόμα ένα πρόβλημα στα εκατομμύρια που έχετε.
      Ασχολήθηκα με το εμπόριο και τη κατασκευή ενδυμάτων από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Όχι τίποτε μεγάλα πράγματα, αν και θα τα ήθελα – ποιος δεν θα τα ήθελε. Γενικά, αν και θεωρούσα την κάθε ιδέα μου καινοτόμα και πρωτοποριακή, τελικά ανακάλυπτα ότι ήδη την είχαν εφαρμόσει άλλοι και όχι με ιδιαίτερη επιτυχία. Σε κάθε περίπτωση όμως έβγαινε ένα σχετικά καλό ποσό, κάτι παραπάνω από έναν μισθό υπαλλήλου.
      Γενικά, παρά τη μη ευόδωση των επιχειρηματικών μου σχεδίων, ήμουν ευχαριστημένος, κάτι λίγα που επένδυα σε κάποιο καινούργιο ρούχο κάθε φορά δεν μου έφερνε εκτίναξη στα κέρδη αλλά ελάχιστα πάνω από την επένδυση, εγώ όμως συνέχιζα περιμένοντας τη μεγάλη στιγμή. Από ότι αποδείχθηκε θα χρειαζόμουν μερικές ζωές ακόμα, επειδή τελικά δεν φάνηκε ποτέ. Μου θύμιζε τον πατέρα μου και την εμμονή του με τα λαχεία. Όχι τίποτε σημαντικό, μια πεντάδα λαϊκό την εβδομάδα. Έζησε με την ελπίδα περίπου μισό αιώνα, μόνο που έφυγε με αυτή. Είναι που λένε πως η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Δεν ξέρω αν έχει σημασία η σειρά, το θέμα είναι ότι πεθαίνει.
      Σε κάθε περίπτωση, όλα πήγαιναν σχετικά καλά έως το 2010. Λίγο πριν το 2004, θυμάστε τότε με τους Ολυμπιακούς, πήρα και μια μεγάλη δουλειά από κάποιον που είχε άκρες και πήρε ένα κομμάτι από τα Ολυμπιακά σήματα. Καπελάκια με τον Φοίβο και την Αθηνά. Ξέρετε, εκείνα τα καρτούν που διατελούσαν εν ευθυμία λες και είχαν καταναλώσει αλκοόλ και ληγμένα γεννόσημα. Τότε βέβαια μου φαινόταν ως υπέροχη σύλληψη του καλλιτέχνη, αλλά τελικά τα βλαμμένα δεν πουλήσανε.
      Σε κάθε περίπτωση, η δουλειά ήταν καλή, βγήκαν κάποια λεφτά για την εποχή και παρά το αναμενόμενο φέσι λήξης της συνεργασίας με τον πελάτη, μείνανε αρκετά. Όχι ότι δεν ένοιωσα άνετα, αλλά η Σούλα (σύζυγος) θεώρησε πως το συνοικιακό ρουχάδικο – βιοτεχνία, ήταν ισάξιος ανταγωνιστής του οίκου Prada. Ξέρετε οι άνθρωποι άμα ξεφύγουν, ξεφύγανε και το κακό άρχισε από το επίθετό μου. Πράδας Γιώργος. Τι σχέση είχα με τον οίκο Prada, κανένα. Η Σούλα όμως έκαιγε λίγα λάδια και είχε διαδώσει σε κάθε πελάτη ότι ήμασταν με τους ιδιοκτήτες τρίτα ξαδέλφια. Ότι του φανεί.
      Το επόμενο χτύπημα της Σούλας ήταν η απαίτηση για σπίτι στα Βόρεια προάστια. Μέχρι τότε μέναμε στο ενοίκιο στην Κυψέλη. Θα μου πείτε γιατί δεν αντέδρασα. Αντέδρασα, ε και; Έχετε αντιμετωπίσει τη γκρίνια της Σούλας; Οι μέθοδοι στο Γκουαντάναμο αποτελούν ερασιτεχνισμούς. Έτσι πείστηκα και αρχίσαμε να ψάχνουμε. Την χειρότερη εποχή, 2006. Οι τιμές ήταν στα ύψη και η άνετη μεζονέτα των 105 τ.μ. μου κόστισε οροφοδιαμέρισμα πίσω από τα ανάκτορα. Είχε όμως και Barbeque. Μια φουφού με πέτρες. Σε κάθε περίπτωση, επειδή τα μετρητά είχαν πέσει όλα στην επιχείρηση, αγοράσθηκε με δάνειο με τη γνωστή μέθοδο, ένα στεγαστικό για την αντικειμενική αξία και ένα επισκευαστικό για να επισκευάσουμε ένα σπίτι που ακόμα κατασκευαζόταν. Συνολική εθνική παράνοια.
      Η πολιτεία έκανε ότι δεν καταλάβαινε πως το σπίτι δεν πουλιόταν στην αντικειμενική, η τράπεζα ήθελε να δώσει δάνεια και δεν την ενδιέφερε πως θα τα ονομάσει, οπότε και στα χωματουργικά έδινε επισκευαστικό, εμείς λέγαμε αφού το κάνει η τράπεζα θα το έχουν συμφωνήσει και πάει λέγοντας. Τώρα βέβαια η Κυβέρνηση με ονομάζει φοροφυγά, ότι συνέταξα εικονικό συμβόλαιο και πως πρέπει να καταβάλω τον φόρο μεταβίβασης του ακινήτου (αν δεν είχα απαλλαγή), που δεν κατέβαλα τότε, αποκρύπτοντας την πραγματική τιμή. Συγγνώμη, η τράπεζα που έστειλε και υπάλληλο για να δει το ακίνητο για την υποθήκη, δεν είδε ότι ακόμα ήταν στα μπετά; Γιατί μου το έδωσε το επισκευαστικό, να διορθώσω τον σοβά; Τέλος πάντων…
      Σε λίγα χρόνια όπως ανέφερα, γύρισε ανάδρομος ο Ερμής και η περιοχή των δραστηριοτήτων μου γέμισε Κινέζικα. Πουλούσα το εσώρουχο πέντε ευρώ το πουλούσαν μισό. Στην αρχή που υπήρχαν λίγα χρήματα στον κόσμο ανέπτυξα θεωρίες περί ποιότητας και τους έλεγα ότι τα Κινέζικα βρακιά ήταν από πετρέλαιο και θα γέμιζαν σπυριά αυτοί και τα παιδιά τους. Στην αρχή έπιασε, αλλά επειδή σπυριά δεν βγάλανε, καταλάβανε πως με ένα βρακί δικό μου αγόραζαν δέκα Κινέζικα και έτσι η επιχείρηση έχασε πιστούς της πελάτες. Ως συνέπεια των δύσκολων εποχών ήταν η μη καταβολή κάποιων δόσεων του δανείου, μέχρι που η τράπεζα με ενημέρωσε ότι θα έπρεπε να αποχαιρετήσω το ακίνητο που το είχα χρυσοπληρώσει και είχα όμως συνηθίσει, καθώς και τη Σούλα που θα με παρατούσε με την ταμπέλα «άχρηστος», κάτι που θα έθιγε το εγώ μου, χωρίς να είμαι σίγουρος ότι θα μου έλειπε και η Σούλα.
      Δυστυχώς «ενός κακού μύρια έπονται» και επειδή η καταβολή των δόσεων του δανείου δεν προερχόταν  από αποταμίευση ή άλλη πηγή εισοδημάτων, κάτι έπρεπε να κόψουμε και ο επόμενος υποψήφιος ήταν το Ελληνικό Δημόσιο. Τραγική απόφαση όπως αποδείχτηκε, επειδή στη Δ.Ε.Η. αν κλαφτείς μπορεί και να σε λυπηθούν και να σε συνδέσουν πάλι το ρεύμα με κάτι λίγα που θα δώσεις, το Ελληνικό Δημόσιο είναι ανάλγητο.
      Την εποχή εκείνη συγχωρέθηκε και η μανούλα μου, αφού «έστειλε» όλους τους συγγενείς της και έφυγε ευχαριστημένη στα ενενήντα επτά. Έτσι, ως ο μοναδικός κληρονόμος, κληρονόμησα το σπίτι που γεννήθηκα, ένα πέτρινο ετοιμόρροπο αρχιτεκτονικό αριστούργημα στην Άνω – Κάτω Ραχούλα κάπου στην Ορεινή Αρκαδία, σε οικόπεδο δύο στρεμμάτων με εξωτερική τουαλέτα, κοτέτσι, στάβλο χωρίς πλέον ζωντανά, λαχανόκηπο χωρίς λάχανα και γενικά την επιτομή του ερειπίου.
      Όλα αυτά σε έναν πολυπληθή οικισμό δέκα οικιών, με πολυκατάστημα πολλαπλών χρήσεων (μπακάλικο, αγροτικό ιατρεία κάθε δεκαπέντε μέρες, ταχυδρομείο, χασάπικο και φυσικά χώρος αναψυχής ή χυδαϊστή καφενές). Επιπλέον, κληρονόμησα το 1/36 των 3/8 από δέκα αγροτεμάχια αγνώστου πραγματικής τοποθεσίας, ουδεμίας πραγματικής αξίας και γνωστά κατά την σύνταξη του εντύπου Ε9 από τα προσωνύμια, ενδεικτικά του κλέους των περιοχών, όπως, το πηγάδι του τρελο-Παντελή, της γριάς το ανάθεμα, απουλιάνα, γκαβόλακας και άλλες τέτοιες γνωστές παγκοσμίως τοποθεσίες.
      Γενικά, το σύμπλεγμα οικίας, τουαλέτας, κοτετσιού και λοιπών βοηθητικών χώρων ήταν μια αηδία. Επειδή όμως ως γαλαζοαίματος εκεί γεννήθηκα και μεγάλωσα, έπαιξα, δάρθηκα, κυνηγούσα τις κότες και κάτι ξαδέλφια μου από δίπλα, μου γεννούσε περίεργα συναισθήματα. Ήθελα να μπορέσω να το επισκευάσω κάπως, να το βάλω σε μια σειρά και λίγες μέρες το χρόνο να μπορώ να πηγαίνω και να κάθομαι. Έτσι, μια επιστροφή στο παρελθόν μου που δεν ήταν το τέλειο, αλλά ήταν δικές μου μνήμες περασμένες πια μέσα από φίλτρα του χρόνου, που μου ξυπνούσαν μια περίεργη νοσταλγία. Ήθελα πάλι να δω τα ξαδέλφια μου και να ξαναθυμηθούμε ανοησίες που κάναμε όταν ήμασταν παιδιά, ήθελα πάλι να ξαναζήσω έστω για λίγο και σε δόσεις, εκείνο το κομμάτι της ζωής μου, ήθελα να ξαναγυρίσω στις ρίζες μου.
      Είπα τις σκέψεις μου στη Σούλα, εκείνη αντέδρασε, αλλά ήμουν ανένδοτος. 
   - Αν δεν σου αρέσει να μην έρχεσαι, εγώ σε ένα μήνα αρχίζω τις επισκευές. Κάτι θα βρω, δεν μιλάμε και για κανένα σπουδαίο ποσό.
      Η κοπέλα στο τηλέφωνο μου δήλωσε την ιδιότητά της, υπάλληλος της ΑΑΔΕ και πως χρωστούσα ένα σημαντικό ποσό, στο οποίο είχε προστεθεί και ο ΕΝΦΙΑ από την κληρονομιά της μάνας μου. Την ρώτησα πόσο ήταν, επειδή δεν το είχα δει και όταν μου ανακοίνωσε τον ΕΝΦΙΑ του οικιστικού συμπλέγματος του χωριού, κόντεψα να πάθω αποπληξία. Σας είπα Άνω – Κάτω Ραχούλα, όχι Κολωνάκι, μήπως έγινε κάποιο λάθος; Η υπάλληλος μου υπενθύμισε πως το οικόπεδο ήταν δύο στρέμματα, οι κύριοι χώροι της κατοικίας 250 τ.μ. και οι βοηθητικοί άλλα 100. Μάταια την εξηγούσα ότι στους κύριους χώρους ήταν και η αποθήκη στο ισόγειο που βάζαμε σιτάρια, ζωοτροφές, λιπάσματα, κοπριές και άλλα συναφή, μάλλον ήταν παιδί της πόλης. Η συνομιλία τέλειωσε με την υπενθύμιση πως η υπηρεσία ήταν υποχρεωμένη να εφαρμόσει τις διατάξεις του Ν.4174/2013 περί Κ.Φ.Δ. και του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων. Δηλαδή; Θα μου κατάσχει το σπίτι και τα χωράφια…
      Πάρτε το ρε. Πάρτε το και να δω τι θα το κάνετε. Αντικειμενική αξία 85.000 ευρώ. Να σας δει γιατρός. Πάνω από πέντε χιλιάρικα δεν πιάνουν όλα και αυτά με παρακάλια. Πάρτε το να ρημάξει και να πέσει σε λίγα χρόνια, γιατί ετοιμόρροπο είναι. Γιατί το θέλω εγώ; Γιατί είναι το σπίτι που γεννήθηκα και γιατί για εμένα είναι αναμνήσεις και όχι περιουσία. Δεν μου παίρνετε περιουσία ρε, αναμνήσεις μου παίρνετε.
     Ένα κομμάτι από τη ζωή μου. Σε λίγα χρόνια δεν θα τολμάω να ξαναπεράσω από το χωριό που γεννήθηκα και μεγάλωσα, επειδή όλοι οι συγγενείς και συγχωριανοί μου θα με βλέπουν σαν τον αποτυχημένο που δεν κατάφερε να κρατήσει ούτε το σπίτι που γεννήθηκε, ούτε τα λίγα στρέμματα χωράφια με πέτρες που του άφησε η μάνα του. Πάρτε το ρε και αν μπορέσετε να το πουλήσετε, ελάτε να με το πείτε. Πάρτε το και βάλτε το και στο internet να γελάει ο κόσμος. Μαζί με σαβούρες αυτοκίνητα εικοσαετίας, ρημαγμένους τοίχους στη βιομηχανική περιοχή και σπίτια σαράντα ετών, ισόγεια και τυφλά μες την υγρασία, φιλέτα αστικών περιοχών. Πάρτε τα ρε και προσπαθήστε με αυτά να σωθούμε από τα χάλια μας. Μόνο που η χώρα δεν σώζεται με αναμνήσεις που δεν θέλει να τις αγοράσει κανένας.

Πηγή: tilestwra.com